Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
O υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης αναζωπύρωσε χθες με δηλώσεις του στον Βασίλη Σκουρή (Dnews) το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου. Επανέφερε την πρόταση για την αύξηση του μπόνους των εδρών που δικαιούται το πρώτο κόμμα για να είναι εφικτή η κατάκτηση της αυτοδυναμίας.
Ο κύριος υπουργός δεν εκφέρει προσωπικές απόψεις. Απηχεί έναν ευρύτερο προβληματισμό, που ξεκίνησε να αναπτύσσεται στο Μέγαρο Μαξίμου μετά τις πρόσφατες καταστροφικές ευρωεκλογές.
Οι ευαίσθητες κεραίες μας εντόπισαν τις πρώτες διεργασίες όταν συγκεκριμένοι
πολιτικοί συντάκτες απηύθυναν σχετική ερώτηση στον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, ο οποίος το διέψευσε μεν με την πονηρή προσθήκη ότι «έχουμε καιρό μέχρι τις επόμενες εκλογές».
Όχι και πολύ, κατά την άποψή μας, καθώς αυτές θα διεξαχθούν πριν από το 2027. Το έτος εκείνο η Ελλάς θα έχει την προεδρία της Ένωσης και δεν θα έχει χρόνο για εκλογές. Θα πρέπει να βιαστεί να τις πραγματοποιήσει το 2026 το αργότερο. Αλλά αν η κυβέρνηση θέλει να αλλάξει τους κανόνες έχει χρόνο για το προκείμενο μόνο μέσα στο 2025. «Πακέτο» με την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η πεποίθηση ότι ο Άδωνις δεν εκφράζει προσωπικές απόψεις ενισχύεται από όσα (δεν) είπε ο πρωθυπουργός στη ∆ιεθνή Εκθεση για το θέμα. Ερωτηθείς σχετικώς ο κ. Μητσοτάκης δεν είπε ότι δεν θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Απλώς εξέφρασε την ελπίδα του ότι δύναται να κερδίσει ακόμη την αυτοδυναμία όταν θα αποτιμηθεί το κυβερνητικό έργο στο τέλος της τετραετίας. Η συζήτηση, λοιπόν, είναι υπαρκτή. Μόνο που η διεξαγωγή της και μόνο αρκεί για να καταλάβουμε σε πόσο δεινή θέση βρίσκεται η Ν.∆. τώρα που χάνει δυνάμεις.
Όταν ζητάς αλλαγή εκλογικού νόμου στην κάθοδό σου και όχι στην άνοδό σου δεν ενδιαφέρεσαι προφανώς για την πολιτική σταθερότητα. Κυρίως ενδιαφέρεσαι για τη διαιώνισή σου στην εξουσία, και αυτό αποτελεί καθεστωτική λογική. ∆εν θα έγραφα το ίδιο αν ο διάλογος άρχιζε αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές, από θέση ισχύος, και για όσο το «καντράν» έγραφε 41%. Αλλά με το καντράν στο 28% (και αν…) αλλάζουν οι όροι της συζήτησης.
Η ιδέα είναι απορριπτέα για ακόμη έναν λόγο. ∆εν είναι οι αριθμοί που εξασφαλίζουν τη σταθερότητα. Η πολιτική δεν είναι μαθηματικά. Είναι η αποδοχή και η ανοχή που εξασφαλίζουν τη σταθερότητα. Η αποδοχή από αυτούς που σε ψήφισαν και η ανοχή από εκείνους που δεν σε ψήφισαν.
Η Ν.∆. έχει σήμερα άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 157 εδρών. Εκατόν πενή-
ντα έξι δικών της συν του ανεξάρτητου βουλευτή Χάρη Κατσιβαρδά που τη στηρίζει με την ψήφο του στα νομοσχέδια. ∆εν έχει, όμως, πια ούτε αποδοχή ούτε ανοχή. Το «157» δεν τη σώζει. Η λαϊκή εντολή δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο με αυτό που είχε την 25η Ιουνίου 2023. Και να αλλάξει ο εκλογικός νόμος, λοιπόν, και να είναι εφικτή η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος με 35%, αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για την πολιτική σταθερότητα.
Αν δεν σε αγαπούν οι πολλοί, για να θυμηθούμε και τον Μάριο Σαλμά, δεν μπορείς να κυβερνήσεις με τους λίγους. Αν δεν πείθεις, δεν θα σε υπακούει το «πλήρωμα». Θα υφαρπάξεις ίσως την εντολή, θα σχηματίσεις κυβέρνηση κοινωνικής μειοψηφίας, αλλά βαθιά μέσα σου θα ξέρεις ότι έχεις ημερομηνία λήξεως. Τυχόν έναρξη του πολιτικού διαλόγου για αλλαγή του εκλογικού νόμου μία συνέπεια μπορεί να έχει.
Να αναγνωστεί από το εκλογικό σώμα ως κίνηση αδυναμίας και να οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής της Ν.∆. στην ελληνική κοινωνία.
Και επειδή η φιλελεύθερη παράταξη είναι σήμερα με τα προβλήματά της ο μόνος σταθερός πυλώνας του συστήματος, τυχόν αποσύνθεσή της θα προκαλέσει ευρύτερες αναδιατάξεις στο πολιτικό μας σύστημα.