Η εθνική τραγωδία των Τεμπών εξελίσσεται σε “σημείο καμπής” για τη νεώτερη ελληνική Δημοκρατία, ως μια αυτόνομη στιγμή στην ιστορική διαδρομή της Μεταπολίτευσης.
Με την αυτονόητη εξαίρεση των εθνοκτόνων Μνημονίων, σε καμία άλλη περίπτωση αυτές τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, δεν υπήρξε μια “τομή” στη συγκυρία, που να επηρέασε τόσο δραματικά και καθοριστικά την ελληνική κοινωνία. Οριζόντια. Πέρα και πάνω από κόμματα και προσωπικά συμφέροντα.
Ο Ρίτσαρντ Νίξον, σε εποχές περισσότερο βιωματικής αντίληψης της πολιτικής, ταξίδεψε στο διαρκές μέλλον της πολιτικής επιστήμης, τη διαπίστωση περί της ύπαρξης μιας “σιωπηλής πλειοψηφίας”. Που διαμορφώνεται με υπόγεια ρεύματα σε κάθε κοινωνία, δεν εκδηλώνεται, δεν κάνει θόρυβο. Στο υποσυνείδητό της συγκεντρώνονται, αθροίζονται και λειτουργούν σωρευτικά “μεγάλες πληγές” της λειτουργίας του κράτους, του πολιτικού συστήματος, της Δημοκρατίας. Και όταν η συσσώρευση προσλαμβάνει υπερτροφικά χαρακτηριστικά, αναζητεί σημείο διαφυγής. Εκτόνωσης. Έκρηξης.
Στην εθνική τραγωδία των Τεμπών, η ελληνική Δημοκρατία ανταμώνει με το τέρας στον καθρέφτη, για το οποίο τόσο έντονα μας είχε προειδοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Όταν δεν μας ενοχλεί και δεν μας τρομάζει, έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε.
Ένα πολιτικό σύστημα που λειτουργεί ως αυτάνοσο το οποίο διαβρώνει τον συνεκτικό ιστό της Δημοκρατίας και των ταυτοτικών Θεσμών της, όπως είναι πρωτίστως η Δικαιοσύνη. Η έκρηξη της “σιωπηλής πλειοψηφίας” ανατροφοδοτείται κάθε φορά από τη συναισθηματική ισορροπία της συνείδησής της. Κάθε εξέγερση άλλωστε, έχει συνειδησιακά και ηθικά χαρακτηριστικά. Αυτή είναι η αφετηρία της.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αυτοκτονικός ιδεασμός του “συστήματος” εντοπίζεται στην επιλογή να αντιμετωπίζεις ως αντίπαλο, γονείς που έχασαν τα παιδιά τους. Με περισσότερο αποκρουστικό τον διαρκή κανιβαλισμό που υφίσταται η Μαρία Καρυστιανού.
Μια επιδείνωση της διαρκούς παρακμής, χωρίς δυνατότητες επιστροφής…
Της Μαρίκας Λυσιάνθη