Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Αγαπώ πολύ το θέατρο. Και όποτε μου το επιτρέπουν οι ρυθμοί της επικαιρότητας -βλέπετε, οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων σβήνουμε κάθε βράδυ τελευταίοι μαζί με άλλους τα φώτα της πόλης-, σπεύδω.
Τον τελευταίο μήνα παρακολούθησα δύο απαιτητικές για τον μέσο θεατή παραστάσεις. Η πρώτη στην παλαιά Λυρική Σκηνή επί της οδού Ακαδημίας, νυν Μουσικό Δημοτικό Θέατρο Αθηναίων. Είχε θέμα την ταραχώδη ζωή του Γάλλου χαρισματικού ζωγράφου Τουλούζ Λοτρέκ, με τίτλο «Η φαντασία της αμαρτίας», και τη σκηνοθέτησε πάνω σε ένα εξαιρετικό κείμενο του Χριστόφορου Χριστοφή ο Δήμος Αβδελιώδης. Φίλος.
Η δεύτερη ήταν ο «Βόυτσεκ» στο θέατρο Πόλη, σε ένα σκοτεινό δρομάκι κάτω από την πλατεία Βικτωρίας, σε σκηνοθεσία του Σταύρου Τσακίρη. Φίλος επίσης.
Αναφερόταν στη συγκλονιστική ιστορία ενός επαγγελματία στρατιώτη που δολοφόνησε την ερωμένη του στα τέλη του 18ου αιώνα και εξ αυτού καταδικάστηκε σε θάνατο.
Συνήθως κρατώ σημειώσεις από τις παραστάσεις, αλλά δεν ξέρω πού βρίσκω τη δύναμη και τον χρόνο έπειτα από τόσες ώρες μπροστά στον υπολογιστή για μελέτη. Ζητώ και τα πρωτότυπα κείμενα από τους συντελεστές, όταν δεν θυμάμαι ακριβώς κάτι που άκουσα και μου άρεσε. Το έκανα τώρα με τον Λοτρέκ, ο οποίος αγαπούσε τους ταπεινούς γενικώς και τις πόρνες ειδικώς, θα το κάνω και με τον Βόυτσεκ, αν δεν αγοράσω ένα από τα τελευταία αντίτυπα του μυθιστορήματος που είδα ότι διατίθενται από την «Πολιτεία».
Θα το κάνω γιατί και στις δύο παραστάσεις βρήκα φράσεις και ατάκες που γράφηκαν για άλλες αιτίες, σε άλλους αιώνες, αλλά είναι εξαιρετικώς εύστοχες και επίκαιρες με άλλη αιτία στον αιώνα μας. Στον 21ο.
Στο κείμενο του Χριστοφή μού άρεσαν δύο φράσεις . Μία στην αρχή, μία στο τέλος. Στην αρχή ο σεναριογράφος βάζει τον Λοτρέκ να λέει στη μητέρα του που προσεφέρθη να του πάει περιοδικά το εξής: «Τι περιοδικά να μου φέρεις; Η ζωή είναι ένα περιοδικό… με βρόμικα αστεία». Στο τέλος ο Λοτρέκ (φοβερός ο Τσαλταμπάσης) πείθει με δυσκολία μια καχύποπτη φοβισμένη πόρνη που συνάντησε στον δρόμο (Αργέντζη) και ήταν το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα περαστικού («τα μάτια σας έχουν σκοτεινούς κύκλους από το ξενύχτι, τα στήθη σας έχουν τη φθορά του λευκού που θέλω, τα χείλη σας καθρεφτίζουν τους περαστικούς της νύχτας») να τη ζωγραφίσει με το πινέλο του.
Αφού τα καταφέρνει, την παίρνει από το χέρι και την πηγαίνει βόλτα στο ποτάμι. Και της λέει γλυκά: «Ξημερώνει πάνω από τα γεφύρια του Σηκουάνα. Μαζί με τους απλούς περαστικούς, τους εργάτες, τα κλεφτρόνια, τις πόρνες, τους ταλαντούχους καλλιτέχνες και τους φαντασμένους λόγιους. Ξημερώνει για τους χειρίστους των ανθρώπων. Ξημερώνει και γι’ αυτούς. Το ξημέρωμα διασκεδάζει με τη μοίρα των ανθρώπων!» Στο διάσημο κείμενο του Γκέοργκ Μπίχνερ, που ερμήνευσαν εξαιρετικώς ο Ιωάννης Παπαζήσης, η Βασιλική Τρουφάκου, ο Αργύρης Αγγέλου, ο Ιάσων Παπαματθαίου, ο Ορφέας Παπαδόπουλος και η έκπληξη Ηρώ σε μουσική Μίνωος Μάτσα, η ηρωίδα, απαυδισμένη από τη διαφθορά και την παρακμή των καιρών της, λέει κάποια στιγμή το εξής: «Ο ύπνος μάς σώζει από τη βρομιά! Δεν μπορούν να μπουν στα όνειρά μας ούτε να μας κρίνουν».
Και σε μια άλλη αποστροφή της, την οποία αποδίδω grosso modo (σημείωνα μέσα στο μαύρο σκοτάδι στο κινητό!), ο ήρωας λέει για κάποιον που δεν εκτιμά: «Αυτός ξεχάστηκε ακόμη και όταν ζούσε». Και προσέθεσε: «Το ψέμα του έγινε δάσος πιο ψηλό και απ’ τον καπνό!» Δεν ξέρω γιατί αυτές οι παραπάνω φράσεις που γράφτηκαν για άλλες αιτίες τον 19ο αιώνα είχαν καρφωθεί στο μυαλό μου τη στιγμή που παρακολουθούσα τη συνεδρίαση της Βουλής για τις υποκλοπές που διεξήχθη τον 21ο αιώνα. Ειδικά οι φράσεις «ξημερώνει και για τους χειρίστους των ανθρώπων. Το ξημέρωμα διασκεδάζει με τη μοίρα των ανθρώπων» και «ο ύπνος μάς σώζει από τη βρομιά».
Νιώθω πρώτη φορά ότι «ο ύπνος του δικαίου» είναι μία φράση για τους γρηγορούντες και όχι για τους μακάριους τω πνεύματι. Αυτά. Πάσα άλλη ομοιότης με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις της τρέχουσας επικαιρότητας είναι εντελώς συμπτωματική. Η ζωή είναι, άλλωστε, ένα περιοδικό με βρόμικα αστεία.