Του Μάνου Οικονομίδη
Ίσως καμία χειρονομία να μην μπορεί να εκφράσει τόσα πολλά, σύνθετα και βαθιά συναισθήματα, όσο η αγκαλιά. Η αγκαλιά που δίνεις, και η αγκαλιά που παίρνεις. Η αγκαλιά που σε υποδέχεται. Η αγκαλιά την οποία καλωσορίζεις.
Ένα φωτεινό αποτύπωμα εμπιστοσύνης και αγάπης. Να δώσεις, αλλά και να μοιραστείς. Και στις δυο οπτικές, πτυχές του εαυτού σου. Με εκείνους που αγαπάς. Εκείνους που εμπιστεύεσαι.
Μια αγκαλιά που βρίσκει αυθόρμητα το δρόμο της για να απαντήσει κάθε φορά στον ψίθυρο μιας καρδιάς. Σε ένα σιωπηλό βλέμμα. Σε ένα χαμόγελο που διστάζει να ξεκινήσει τη διαδρομή του για εκείνους, που πολλές φορές λαχταρούν να το υποδεχτούν.
Μια αγκαλιά. Από εκείνες που μοιραζόμασταν με τους δικούς μας ανθρώπους. Με εκείνους που σπατάλησαν μια ολόκληρη ζωή, για να μας δώσουν τα πάντα. Για να μην χρειαστεί να σπαταλήσουμε εμείς, τη δική μας ζωή, σε τίποτα λιγότερο.
Εκείνοι που “έφυγαν”. Μαζί με τις αγκαλιές και την αγάπη τους. Μαζί με τις θυσίες τους. Μαζί με τις κοινές αναμνήσεις άλλων, παλαιότερων και περισσότερο φωτεινών εποχών. Τότε που δεν μετρούσαμε απώλειες. Τότε που τα δάκρυα δεν εμπόδιζαν τα χαμόγελα να ντύσουν αισιόδοξες εικόνες.
Τότε… Κάποτε… Παλιά… Δυο χρόνια, αγκαλιαζόμαστε μονάχα στα όνειρά μας.
Και δεν είναι αρκετό, μπαμπά…