Της Ευτυχίας Χ. Κοκκίνη
Τον τελευταίο καιρό, κάθε φορά που διαβάζω στο διαδίκτυο για κακοποιητικές συμπεριφορές και δολοφονίες γυναικών από φίλους, συζύγους ή άγνωστους προς αυτές άντρες έρχεται στον νου μου η φράση που έχω πολλές φορές ακούσει από μητέρες για τους γιούς τους: Μάλαμα πουλώ και δεν παρακαλώ! Τόσο προκατειλημμένη, αλλά συνάμα αληθινή για έναν μεγάλο αριθμό γυναικών, οι οποίες έχουν μάθει όχι μόνο να εξαίρουν την υπεροχή των αρσενικών παιδιών τους, αλλά και να τα νουθετούν με τέτοιο τρόπο ώστε να υιοθετούν ανάλογη στάση όχι μόνο απέναντι στο αντίθετο φύλο, αλλά και εν γένει στον συνάνθρωπο τους.
Κάθε φορά που πληροφορούμαι για τέτοιου είδους συμπεριφορές αναλογίζομαι τις γυναίκες εκείνες, οι οποίες έχουν παραβλέψει τα πρώτα δείγματα κακοποιητικής συμπεριφοράς του συντρόφου τους από τον απατηλό φόβο της μοναξιάς ή βάσει των δικών τους κριτηρίων επιλογής συντρόφου, τα οποία κυρίως ταυτίζονται με την εξωτερική εμφάνιση, την επαγγελματική ιδιότητα, το μορφωτικό υπόβαθρο και τις οικονομικές απολαβές, παραβλέποντας τον ψυχικό τους κόσμο. Κριτήρια τα οποία συντελούν στην προβολή του εκάστοτε συντρόφου τους ως βιτρίνα της προσωπικής τους ζωής.
Σε μία κοινωνία που έχει πλέον εκπαιδευτεί να αποδέχεται λάθος πρότυπα αποπροσανατολίζοντας μας από τις αληθινές αξίες της ζωής, τέτοια περιστατικά μας οδηγούν να τις προσδιορίσουμε εκ νέου, πρωτίστως για την προσωπική μας ασφάλεια και ψυχική υγεία. Είναι πολλοί εκείνοι που ισχυρίζονται ότι θα έπρεπε οι ποινές να είναι μεγαλύτερες, έτσι ώστε η λέξη ισόβια να σημαίνει ισόβια και να μη μεταφράζεται σε ποινή με ελαφρυντικά. Και δικαίως, πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά, πρέπει να φτάνουμε εκεί; Πρέπει ο λόγος που κάποιος δε θα βιαιοπραγήσει να είναι η σκέψη της τιμωρίας; Ή θα έπρεπε να μην είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του η σκέψη της διαβολικής πράξης, γιατί θα είχε μάθει από το σπίτι του την έννοια του σεβασμού στην πράξη; Σίγουρα, πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι βασικές αξίες της κοινωνίας και η όποια παρέκκλιση από τα υγιή πρότυπα συμπεριφοράς να επιφέρει αμείλικτη τιμωρία χωρίς τη δυνατότητα της όποιας επανεξέτασης.