Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 26 Ιουνίου 2021
Η συναπόφαση των κοινωνιών να προχωρήσουν με κοινό βηματισμό στην αβεβαιότητα του μέλλοντος, ενσωμάτωσε με συνέπεια τη «συγκατοίκηση» της διαφορετικότητας. Την αφομοίωση πληθυντικών αφετηριών και οπτικών για τη ζωή, την συναντίληψη προτεραιοτήτων και ηθικών φραγμών. Τη συνεννόηση, ταυτοτικό στοιχείο της οποίας είναι η ανοχή. Η κατανόηση. Η συγκατάβαση.
Ως συνεκτική παράμετρος κάθε κοινής διαδρομής, ξεχώρισε η υπεραξία του ανθρωπισμού. Η συνειδητοποίηση της φθοράς της ύπαρξής μας, η έγνοια για τον διπλανό, η συνοχή και η αλληλεγγύη, ώστε να μένουν πίσω όσο το δυνατόν λιγότεροι. Κάτι που, ειδικά σε κοινωνίες σαν την ελληνική, με γονιδιακό πλεόνασμα συναισθηματισμού, ήταν μάλλον αυτονόητη εξέλιξη.
Λένε ότι σε κάθε κρίση βρίσκει συνεσταλμένο καταφύγιο και μια ευκαιρία. Για να αλλάξουμε. Να γίνουμε καλύτεροι. Να βελτιωθούμε. Να διαχειριστούμε με γενναιότητα ειλικρίνειας και αυτοπεποίθηση τις ατέλειές μας. Να βλέπουμε στον καθρέφτη της αυτοκριτικής λιγότερες σκιές. Το φως να ζεσταίνει τη διαδρομή.
Με αφορμή την τραγωδία των Γλυκών Νερών, που κυριάρχησε μονοθεματικά στο αυθόρμητο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης το τελευταίο διάστημα, είναι μάλλον αυταπόδεικτο ότι το σημερινό συλλογικό αποτύπωμα της κοινωνίας έρχεται να διαψεύσει τη διαδρομή που προηγήθηκε. Με ανησυχητική ένταση και προβληματικό βάθος.
Είναι λες και χάσαμε τον ανθρωπισμό μας. Ξεχάσαμε να αισθανόμαστε. Φοβόμαστε να νοιαστούμε. Αδιαφορούμε. Κλείνουμε την πόρτα μας, σε όσους βρίσκονται έξω από αυτήν, την ίδια στιγμή όμως κλείνουμε και την ψυχή μας. Και οι κλειστές ψυχές στερούνται το προνόμιο στο φως. Υποκύπτουν περισσότερο εύκολα στη συνθηκολόγηση με τις άβολες πτυχές του εαυτού μας, που προσφέρει το σκοτάδι.
Το τραύμα που έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία, με τη σωρευτική επιβάρυνση της δεκαετούς εθνικής τραγωδίας των Μνημονίων, και την αναίρεση της βεβαιότητας για την ίδια τη ζωή, λόγω της επέλασης του φόβου από την πανδημία του κορονοϊού, δείχνει να είναι βαθύ. Και δύσκολα ιάσιμο.
Κάθε φορά που ο εαυτός μας δοκιμάζει τα όριά του, τέμνοντας αδιέξοδα, απαιτείται εμπνευσμένη συλλογική ηγεσία. Εκείνοι που θα μας σηκώσουν, την ώρα που πέφτουμε.
Σε μια Ελλάδα παραδομένη εδώ και μια δεκαετία στην τοξική υστερία των άκρων, και των ακροτήτων που τα συνοδεύουν, είναι μελαγχολικά ουτοπικό να αναζητούμε το φως… εκεί που δεν υπάρχει.