Το τρίπτυχο “αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, συλλογικές συμβάσεις και ισχυρός ελεγκτικός μηχανισμός” επανέλαβε ως πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Νάσος Ηλιόπουλος, υπογραμμίζοντας τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, που αφορούν παράλληλα και στη στήριξη των νέων επιστημόνων και στα νέα δικαιώματα που προκύπτουν με την τηλεργασία, όπως το δικαίωμα στην αποσύνδεση. Χαρακτηρίζοντας το πρόγραμμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη ως “κοινωνικά ανάλγητο και οικονομικά αναποτελεσματικό”, επισήμανε πως “οι ρυθμίσεις του νέου εργασιακού νόμου μας οδηγούν στη βαλκανοποίηση της αγοράς εργασίας”, και κατήγγειλε: “Η ηθικά και οικονομικά χρεοκοπημένη ΝΔ που χρωστάει πάνω από 340 εκατ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργοδοτών και νομιμοποιεί την αυθαιρεσία”.
Ειδικότερα, σε συνέντευξή του το βράδυ της Πέμπτης στον τηλεοπτικό σταθμό Kontra Channel υπογράμμισε πως ο νέος νόμος Χατζηδάκη “γενικεύει τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, θεσμοθετεί τα απλήρωτα 10ωρα, εξαιρεί το διάλειμμα από τον εργάσιμο χρόνο, φέρνει το σπαστό ωράριο στη μερική εργασία -κάτι που δίνει τη δυνατότητα σε εργοδότες να μετατρέπουν συμβάσεις πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης- επιτρέπει τον οικονομικό εκβιασμό των εργαζομένων οδηγώντας τους σε άνευ αποδοχών άδεια εργασίας, και παρεμποδίζει την επαναπρόσληψη, αλλά και αποζημίωση των εργαζομένων, όταν απολύσεις κριθούν παράνομες και καταχρηστικές”.
“Η σπονδυλική στήλη του εργατικού δικαίου είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, που στον μέσο όρο της ΕΕ βρίσκονται στο 60%, ενώ στην Ελλάδα μόλις στο 14,7%“, επισήμανε ο Ν. Ηλιόπουλος, και ρώτησε απευθυνόμενος στον εκπρόσωπο της ΝΔ: “Γιατί δεν υπογράφει η ΝΔ την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων στην εστίαση, που αφορά πάνω από 350 χιλ. εργαζόμενους;”
Σχετικά με την ψηφιακή κάρτα εργασίας, υπενθύμισε ότι ο εργασιακός χρόνος καταγράφεται ψηφιακά από το 2017 και “για πρώτη φορά δηλώθηκαν και πληρώθηκαν πάνω από 6 εκατ. ώρες υπερεργασίας και υπερδιπλασιάστηκαν οι δηλωμένες ώρες υπερωριακής απασχόλησης”. “Αυτό συνέβη όμως γιατί υπήρχαν ισχυροί μηχανισμοί ελέγχου”, προσέθεσε, σημειώνοντας πως τότε ο ΣΕΒ με τον κ. Σκέρτσο διαφωνούσαν με την ψηφιακή καταγραφή.
Απαντώντας στο ερώτημα του γιατί το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ως ανεξάρτητη αρχή δεν βρίσκει σύμφωνη την αξιωματική αντιπολίτευση, τόνισε: “Το ΣΕΠΕ γίνεται ανεξάρτητη αρχή γιατί στην κυβέρνηση δεν θέλουν να έχουν την ευθύνη τήρησης της εργατικής νομοθεσίας. Ακριβώς επειδή έχουν διαλύσει το εργατικό δίκαιο”. Έθεσε, πάντως, και τον προβληματισμό του κατά πόσο μπορεί να είναι μια αρχή ανεξάρτητη “όταν την ηγεσία της κατά πλειοψηφία διορίζει ο υπουργός”.
“Το επιχείρημα ότι η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και η μείωση των μισθών θα φέρει την ανάπτυξη απέτυχε με πάταγο το 2012, όταν η κυβέρνηση της ΝΔ μείωσε τους μισθούς και κατάργησε τις συλλογικές συμβάσεις. Τότε η ανεργία σκαρφάλωσε στο 27%. Ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησε 450 χιλ. θέσεις εργασίας κατά 70% πλήρους απασχόλησης, και μείωσε κατά 10 μονάδες την ανεργία. Ακόμη μειώσαμε την αδήλωτη εργασία από το 19,2% στο 8,9% γιατί λειτουργούσε η επιθεώρηση εργασίας, αυξήσαμε τον κατώτατο μισθό και καταργήσαμε τον υποκατώτατο”, συνέχισε ο Ν. Ηλιόπουλος.
Στη συζήτηση για το Ταμείο Ανάκαμψης και το σχέδιο “Ελλάδα 2.0” ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ εκτίμησε ότι “το σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα οδηγήσει σε αύξηση των ανισοτήτων”, αφού ήδη έχουμε οδηγηθεί “στην τρίτη χειρότερη ύφεση στην ευρωζώνη που ξεκίνησε από τα τέλη του 2019”. “Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζει η ελληνική κυβέρνηση δεν μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα φτάσουν στην οικονομία. Δεν έχει συζητήσει ούτε με κοινωνικούς φορείς, ούτε με τα υπόλοιπα κόμματα. Τα χρήματα αυτά δεν θα φτάσουν στην κοινωνία ειδικά όταν έχουμε μια λειτουργία του τραπεζικού συστήματος που η απόρριψη αιτημάτων δανείων προς τις ΜμΕ είναι σχεδόν τριπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο“, σημείωσε. “Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια Αναπτυξιακή Τράπεζα που θα χρηματοδοτεί και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και γι’ αυτό χρειάζονται δημόσιες επενδύσεις. Μας το έδειξε και η πανδημία το πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν δημόσια εργαλεία πολιτικών και το απέδειξε το δημόσιο σύστημα υγείας”.