Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Διάλογος με την Τουρκία δεν μπορεί να γίνει στη φάση που βρισκόμαστε. Για τους εξής λόγους:
– Η Αγκυρα δοκίμασε να επιβάλει τετελεσμένα στην Ανατολική Μεσόγειο με τις έρευνες που διεξάγει εδώ και μήνες με το «Ορούτς Ρέις». Το έκανε προκλητικά σε μια πρωτοφανή άσκηση στρατηγικής εξαναγκασμού. Δεν σταμάτησε ποτέ ουσιαστικά εκτός από μερικά διαλείμματα που οφείλονταν στην προσπάθεια να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις των Ευρωπαίων. Είναι η πρώτη φορά από το 1974 που η Τουρκία ακολούθησε αυτή την τακτική, απροκάλυπτα και χωρίς όρια. Αν η Ελλάδα προσέλθει τώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα νομιμοποιήσει ουσιαστικά και πρακτικά τη στρατηγική της Αγκυρας.
– Η Τουρκία θέτει τώρα το ζήτημα των γκρίζων ζωνών με εμμονή. Το κάνει λεκτικά, αλλά και στο πεδίο με τις υπερπτήσεις των μαχητικών της αεροσκαφών και τις ενέργειες του λιμενικού και ναυτικού της. Δεν υπάρχει άλλη περίπτωση –στην Ευρώπη τουλάχιστον– που μία χώρα επιχειρεί να αμφισβητήσει τόσο ανοικτά εδραιωμένη εθνική κυριαρχία άλλου κράτους. Γιατί είναι άλλο ζήτημα η διαφωνία για την υφαλοκρηπίδα ή την ΑΟΖ και άλλο η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας-ιδιοκτησίας κατοικημένων και μη νησιών.
– Το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου επαναφέρεται επίσης στο τραπέζι με τρόπο ωμό. Και είναι προφανώς απαίτηση της τουρκικής κυβέρνησης να συμπεριληφθεί στην ατζέντα των διερευνητικών και της διαπραγμάτευσης. Αυτά τα δύο ζητήματα, με τον τρόπο που τα θέτει η Αγκυρα, δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Αυτή είναι η ουσία. Εχουμε όμως ένα πρόβλημα που απαιτεί άμεσα την αποτελεσματική κινητοποίηση της κυβέρνησης αλλά και όλων. Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι συχνά δεν καταλαβαίνουν για ποιο πράγμα μιλάμε. Βλέπουν δύο χώρες να τσακώνονται και τις προτρέπουν «να καθίσετε και να τα βρείτε». Δεν μπορώ, όμως, να φαντασθώ κανέναν από αυτούς να δια-πραγματεύεται όχι για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, αλλά για το αν του ανήκει κομμάτι της εθνικής του κυριαρχίας ή για το αν πρέπει να απομακρύνει στρατεύματα από νησιά που αποδεδειγμένα απειλούνται.
Υποχρέωσή μας συνεπώς, εθνική μας υποχρέωση, είναι να κάνουμε τα πάντα για να εξηγήσουμε ότι είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευθούμε για αυτά που έχουμε αποδεχθεί εδώ και 45 χρόνια ότι είναι οι διαφορές μας, και να πάμε στο Δικαστήριο για να τα λύσουμε αν μπορούμε. Οχι, όμως, να κάτσουμε στο τραπέζι μετά μία περίοδο μπούλινγκ, αποδεχόμενοι μία εξωφρενική ατζέντα. Γιατί τότε κάθε φορά που θα διαφωνούμε στο τραπέζι των συνομιλιών, η Αγκυρα θα ξέρει τι πρέπει να κάνει για να εκβιάσει μια ελληνική υποχώρηση.