Γράφει ο Νίκος Ελευθερόγλου
Είμαι από αυτούς που έχουν ασκήσει κατά καιρούς αυστηρή κριτική τόσο στον Κώστα Σημίτη, όσο και σε πολλά από τα πεπραγμένα της εποχής του. Το ίδιο έχω πράξει και με την κυρία Άννα Διαμαντοπούλου, όταν ανέκυψε το θέμα με τις περιβόητες φωτοτυπίες, επί υπουργίας της στο Παιδείας. Από αυτό το σημείο να φτάνουμε να ισχυριζόμαστε ότι «παρέδωσε» ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τη ΝΔ στα χέρια του… Σημιτισμού είναι τεράστια απόσταση.
Και θα γίνω πιο συγκεκριμένος, γιατί πρέπει δυστυχώς στους καιρούς που ζούμε αυτά που λέμε και γράφουμε να έχουν πάνω από όλα επιχειρήματα, με ιστορικά παραδείγματα, και αφού ξεκαθαρίσω ότι οι περιβόητοι φωνασκούντες έχουν σχέση με τη Νέα Δημοκρατία όσο η Ελβετία με τη Νέα Ελβετία.
Επιχειρούν να το… παίξουν νταβατζήδες μιας παράταξης την οποία ποτέ δεν στήριξαν και υπονόμευσαν γιατί ιδεολογικά ήταν στα άκρα, από τα μικράτα τους. Υποκριτικές είναι οι φωνές τους και ιδιοτελείς. Τελεία και παύλα. Και όποτε θέλουν, μπορούμε, εάν τολμούν, να μιλήσουμε με ονόματα και με πορείες. Όχι τίποτε άλλο, αλλά για να σταματήσει το παπατζιλίκι.
Και ας πάμε στην ουσία των πραγμάτων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε την κυρία Άννα Διαμαντοπούλου, για να την προτείνει ως υποψήφια στον ΟΟΣΑ. Έναν οργανισμό ο οποίος με τις εκθέσεις του έχει «κάψει» σε αρκετά θέματα την πατρίδα μας. Και αντί να στοιχηθούν άπαντες πίσω από αυτήν την υποψηφιότητα, που θα ήταν μια εθνική νίκη, άρχισαν να την πυροβολούν: ΣΥΡΙΖΑ, Λοβέρδος, ΚΙΝΑΛ και κάποιοι από τη ΝΔ αλλά και η γνωστή παρεούλα των τάχα μου δήθεν «θεματοφυλάκων» της καθαρότητας του κόμματος.
Με τις αντιδράσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΙΝΑΛ, δεν θα ασχοληθώ, διότι άπαντες κατανοούν τους λόγους. Αλλά για τους εντός της ΝΔ, θέλω να τους υπενθυμίσω τι έκανε διαχρονικά η «γαλάζια» παράταξη, εντάσσοντας σε αυτήν τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Σπύρο Μαρκεζίνη, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τον Γιάννη Μπούτο, τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου, τη Βιργινία Τσουδερού, τον Μιχάλη Γαληνό, τον Σωτήρη Παπαπολίτη, τον Αντώνη Τρίτση, τον Θεόδωρο Κατριβάνο και άλλες προσωπικότητες του Κέντρου και της Αριστεράς, χωρίς να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της.
Αντίθετα, πέτυχε να κερδίσει με αυτόν τον τρόπο κοινωνικές ομάδες που μετέτρεπαν ένα κόμμα σε παράταξη. Τα υπενθυμίζω αυτά, για να καταλάβουμε πως αγκυλώσεις και στερεότυπα δεν είναι χαρακτηριστικά αυτής της παράταξης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με απλά λόγια, δεν κάνει κάτι που αυτή η παράταξη (όπως και άλλες) δεν έχει υλοποιήσει σε άλλες εποχές. Μπορεί να ξενίζει, να ενοχλεί κάποιους που θεωρούν ότι το κόμμα είναι «δικό» τους, αλλά η ιστορική αλήθεια έρχεται να τους διαψεύσει.
Το ερώτημα λοιπόν, με αφορμή την υπόθεση Διαμαντοπούλου και την υποψηφιότητά της σε μια σημαντική θέση, είναι εάν θα πρέπει να ταχθούμε με την Ελλάδα ή με το «κόμμα». Ας μου επιτρέψουν οι κομματικοί αντιρρησίες να πω ότι είμαι με την Ελλάδα. Ιδιαίτερα αυτές τις κρίσιμες ώρες. Και μακάρι η ιδεολογική αντίπαλος του χθες να γίνει σύμμαχος του αύριο. Είναι στο χέρι της και στο δικό μας. Ιδιαίτερα τις εποχές που οι ιδέες της Κεντροδεξιάς κερδίζουν…