Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Οποιος και να κερδίσει τις αμερικανικές εκλογές, η Αμερική δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια. Ο διχασμός και η πόλωση έχουν φτάσει σε απίστευτα σημεία. Το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης κατρακυλάει καθημερινά. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται από τον ίδιο τον πρόεδρο και κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες δεν έχουν προηγούμενο. Στις γειτονιές μεγάλων πόλεων έχει ξεσπάσει ένας πραγματικός πόλεμος ανάμεσα σε καλά εξοπλισμένες συμμορίες με ακραίες πολιτικές απόψεις.
Το πρόβλημα θα λάβει άλλες διαστάσεις αν η διαφορά ανάμεσα στους δύο προεδρικούς υποψηφίους είναι μικρή. Ο Τραμπ υπονόησε πρόσφατα πως η μεταβατική περίοδος ενδέχεται να μην είναι ειρηνική. Πρόκειται για βαριά κουβέντα που δεν προμηνύει παρά τρικυμίες για την αμερικανική δημοκρατία. Η διαμάχη μεταξύ Μπους και Γκορ το 2000 θα μοιάζει πραγματικά με περίπατο στο πάρκο.
Τώρα έχουμε εξαγριωμένους οπαδούς που είναι έτοιμοι να παίξουν ξύλο με τους αντιπάλους τους. Ειδικά οι φανατικοί υποστηρικτές του Τραμπ είναι επιρρεπείς σε όλες τις θεωρίες συνωμοσίας, καθώς «αγοράζουν» εύκολα τις κατηγορίες για νοθεία στην επιστολική ψήφο ή άλλες συναφείς ψεκασμένες απόψεις.
Ακόμη όμως και αν κερδίσει ο Μπάιντεν, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκατασταθεί η συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας και να αναβαθμισθεί το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Το παλαιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι σχεδόν ανύπαρκτο και ρυμουλκείται εμφανώς από ακραία στοιχεία. Ο τραμπισμός θα ζει και θα βασιλεύει στις τάξεις του. Ενα σημαντικό κομμάτι των δικαστών θα είναι διορισμένο από αυτόν και θα παίξει καταλυτικό ρόλο σε αποφάσεις μείζονος σημασίας.
Αλλά και οι Δημοκρατικοί είναι όμηροι μιας μειοψηφίας, η οποία έχει μετακινηθεί στα άκρα, με αντιλήψεις που όχι απλώς δεν έχουν σχέση με τον μέσο Αμερικανό, αλλά τον απωθούν. Η λογική και η Ιστορία λένε πως η Αμερική περνάει έναν κακό και βίαιο κύκλο, αλλά ότι θα επιβιώσει γιατί ξαναπέρασε αντίστοιχους τη δεκαετία του 1960 και παλαιότερα. Η πραγματικότητα όμως δείχνει πως για να ξεπεράσει τα σημερινά της αδιέξοδα, χρειάζεται –τουλάχιστον– έναν Ρούζβελτ. Και Ρούζβελτ στον ορίζοντα δεν φαίνεται να υπάρχει.