Γράφει ο Τάσος Παππάς
Τα τηλεοπτικά δίκτυα αφιερώνουν πολύ χρόνο για τα ελληνοτουρκικά στα δελτία ειδήσεων και στις ενημερωτικές εκπομπές τους. Λογικό. Είναι ένα θέμα που απασχολεί την κοινωνία και πρέπει να αναλυθεί απ’ όλες τις πλευρές. Υπάρχει μόνον μία άποψη για το επίμαχο ζήτημα; Οχι φυσικά. Ευτυχώς. Ωστόσο, σε καθημερινή βάση παρελαύνουν από τις τηλεοράσεις οι ίδιοι και οι ίδιοι, είτε είναι διεθνολόγοι είτε είναι απόστρατοι, και -με ελάχιστες εξαιρέσεις- καταθέτουν παρόμοιες θέσεις και για το ποιες είναι οι επιδιώξεις της τουρκικής πλευράς και για το αν αντιδρά σωστά η ελληνική κυβέρνηση και για τον ρόλο της Ευρώπης και των ΗΠΑ στη διένεξη και για την πιθανότητα να έχουμε θερμό επεισόδιο και για το περιεχόμενο του διαλόγου.
Σε γενικές γραμμές υπάρχει συναντίληψη – επαναλαμβάνω, με λίγες εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν δίνουν τον τόνο. Μαθαίνουμε ότι ο Ερντογάν και οι υπουργοί του προκαλούν συνεχώς την Ελλάδα, την Ευρώπη, τη Γαλλία, ότι οι γείτονες παραβιάζουν συστηματικά το Διεθνές Δίκαιο, ότι ο Τούρκος πρόεδρος είναι απομονωμένος και έχει μείνει χωρίς συμμάχους, ότι η ελληνική κυβέρνηση σωστά δεν πέφτει στις παγίδες που στήνει το τουρκικό καθεστώς και αποφεύγει τις σπασμωδικές ενέργειες, ότι ο πρωθυπουργός και οι διπλωμάτες μας έχουν καταφέρει σπουδαία πράγματα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ότι πρέπει να ενισχυθούν οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας γιατί το παν είναι η δημιουργία ισχυρής δύναμης αποτροπής που μόνον αυτή μπορεί να συνετίσει τους ατίθασους και μεγαλομανείς προαιώνιους εχθρούς μας, ότι η μόνη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα και τα τελευταία χρόνια η ΑΟΖ και δεν υπάρχει άλλο θέμα προς διαπραγμάτευση.
Πολλά ελληνικά Πανεπιστήμια έχουν εξαιρετικά Τμήματα Διεθνών Σπουδών, τα οποία στελεχώνουν έγκριτοι επιστήμονες με πυκνή αρθρογραφία σε εγχώρια και ξένα μέσα ενημέρωσης, με πλούσιο συγγραφικό έργο, με καλές επαφές στο πολιτικό, διπλωματικό και επιστημονικό προσωπικό της Τουρκίας, που τους δίνουν τη δυνατότητα να ξέρουν από πρώτο χέρι πώς σκέφτεται ο αντίπαλος, πώς εισπράττει και αξιολογεί τις κινήσεις της Ελλάδας, ποιοι είναι οι φόβοι που τον επηρεάζουν, και ορισμένοι εξ αυτών έχουν εμπλακεί ενεργά στο παρελθόν στις συζητήσεις με τους Τούρκους σε επίσημο και ανεπίσημο επίπεδο. Ομως απουσιάζουν από τη δημόσια συζήτηση όπως αυτή οργανώνεται από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης.
Αναρωτιέται κανείς γιατί. Μήπως επειδή οι διευθυντικές ομάδες των καναλιών ψάχνουν αλλά δεν μπορούν να εντοπίσουν εναλλακτικές φωνές; Αναληθές. Μήπως ξέρουν ότι υπάρχουν, τις καλούν αλλά δεν ανταποκρίνονται; Απίθανο. Μήπως πρόκειται για την κλασική ευκολία της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας – αυτούς γνωρίζουμε, αυτούς βλέπουμε στα ανταγωνιστικά δίκτυα, πού να τρέχουμε τώρα να ανακαλύψουμε άλλους; Είναι μια εξήγηση, όχι όμως επαρκής. Η ρουτίνα είναι θανάσιμος κίνδυνος για τη δημοσιογραφία, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί αυτού.
Πιστεύω ότι το κριτήριο για να δεχτεί κάποιος πρόσκληση είναι το ιδεολογικό σύμπαν και οι πολιτικές προτιμήσεις του. Τα κανάλια θέλουν ανθρώπους που δεν θα αμφισβητούν τα στερεότυπα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δεν θα ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. Γι’ αυτό και πρωταγωνιστικό ρόλο στις τηλεοπτικές συζητήσεις παίζουν οι τρεις διεθνολόγοι που είναι και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Χωρίς μάλιστα αντίλογο από συναδέλφους τους που ανήκουν σε άλλες σχολές σκέψης. Τυχαίο; Δεν νομίζω.
Ανάγωγα
«Πρέπει να επιλυθεί το πρόβλημα χωρίς να χρησιμοποιηθεί στρατιωτική ισχύς, αλλά μέσω των κανονικών μηχανισμών, μέσω των διεθνών αποφάσεων, ιδιαίτερα για τα (σ.σ.: ενεργειακά) δικαιώματα που συνδέονται μ’ αυτήν την περιοχή», δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Πομπέο στον γαλλικό ραδιοσταθμό France Inter. «Πρέπει να μειωθεί το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και να γίνεται προσφυγή σε διπλωματικά και όχι στρατιωτικά μέσα», συμπλήρωσε. Ποιος είναι ο επιτιθέμενος, ποιος ο αμυνόμενος είναι λεπτομέρεια. Ευτυχώς που η κυβέρνηση έχει… καταφέρει να ρυμουλκήσει την αμερικανική πλευρά στις θέσεις μας.