Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Τo είπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν παραιτήθηκε κάποτε από το προεδρικό αξίωμα: «Δεν δύναμαι να συμπράττω σε αυτό που ονομάζεται δημόσιος βίος στην πατρίδα μας». Για να συμπληρώσει έτσι μια προηγούμενη εκτίμησή του, ότι «η Ελλάς είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».
Όσο μελετώ αυτό το «διαμάντι» που κληροδότησε στις επόμενες γενιές αυτός ο άγιος άνθρωπος, ο επιχειρηματίας Σάμπυ Μιωνής, το ηχογραφημένο υλικό της συνομιλίας του με τον τέως υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά, τόσο αντιλαμβάνομαι γιατί είχε τόσο μεγάλη διάρκεια στα πολιτικά μας πράγματα ο αείμνηστος Εθνάρχης. Γιατί ήξερε καλά την Ελλάδα.
Το ηχογραφημένο αυτό υλικό, το οποίο δύναται να προστεθεί στο πάνθεον της λίστας των ντοκουμέντων που αποδεικνύουν πως η αγορά μπορεί να κάνει άνω κάτω την πολιτική αν η τελευταία τής δώσει χώρο (έχουν προηγηθεί ημερολόγια ή καταθέσεις των Μιχάλη Χριστοφοράκου, Κωνσταντίνου Φρουζή, Ανδρέα Βγενόπουλου, Γιώργου Κορωνιά -για άλλους λόγους ο τελευταίος- κ.ά.), συνιστά κατά την άποψή μου κείμενο ιστορικής σημασίας. Διότι, πέρα από την εφήμερη χρησιμότητά του -την αξιοποίησή του για την παραπομπή Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο και τη φθορά που προκαλεί στον μετεκλογικώς παραπαίοντα ΣΥΡΙΖΑ-, έχει διπλή αξία για τον ιστορικό του μέλλοντος: Πρώτον, διότι ο επιχειρηματίας περιγράφει με δικά του λόγια ποιες πρακτικές μετήλθε για να απαλλαγεί από εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις του.
Ητοι: Επιδίωξε μυστικό ραντεβού για να κλείσει συμφωνία με μέλος της κυβέρνησης σε «ξένο» έδαφος, εκτός Ελλάδας. Ηχογράφησε παρανόμως τον υπουργό. Ομολογεί ότι παρακολουθούσε με intelligence τις τηλεφωνικές επικοινωνίες άλλου υπουργού (Παπαγγελόπουλος), ενώ βρισκόταν ταυτόχρονα, κατά δήλωσή του, σε ανοιχτή γραμμή με τον τότε διοικητή της ΕΥΠ. Υποστηρίζει ότι για την άρση των δικαστικών εκκρεμοτήτων του έχει γίνει συμφωνία σε επίπεδο πρωθυπουργών Ελλάδας – Ισραήλ, τους οποίους εμφανίζει να δρουν ως… παραδικαστικό κύκλωμα, στις εντολές του οποίου δεν υπακούν ο αναπληρωτής υπουργός κατά της Διαφθοράς και η αρμόδια εισαγγελέας!
Ζητεί να πληρώσουν αυτός και ο συνεταίρος του ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό στην Εφορία -σχεδόν 6.000.000 ευρώ- και με deal «να κλείσει η υπόθεση». Το ποινικό σκέλος της. Ζητεί να οριστεί από τον υπουργό πρόξενος της Ελλάδας στο Ισραήλ, για να πάψει η δίωξή του. Θεωρεί τη δίωξή του «ζήτημα διακρατικών σχέσεων». Ζητεί να παρέμβει ο τότε πρωθυπουργός της χώρας σε εν ενεργεία εισαγγελέα για να κλείσει η υπόθεσή του. Απαιτεί από υπουργό και άλλον κρατικό αξιωματούχο να εύρουν τη δικογραφία και να του την προσκομίσουν αμέσως για να τη μελετήσει. Ποιος «εκβιασμός» μετά ταύτα, ποια συμμορία, ποια «εγκληματική οργάνωση», ποια «δικαστικά έξοδα» με τα οποία τάχα εκβιάστηκε («στραγάλια» σε σύγκριση με τα ποσά που προθυμοποιήθηκε να πληρώσει στο Δημόσιο), ο άνθρωπος κινούνταν σε άλλη στρατόσφαιρα!
Το ηχητικό αυτό ντοκουμέντο είναι όμως ιστορικής σημασίας για έναν επίσης λόγο: για το επίπεδο των διαλόγων του. Για το απαράδεκτο λεξιλόγιό του. Μη νομίσετε ότι θα εστιάσω μόνο στις λέξεις με τα τρία «άλφα» ή τα τρία «γιώτα» στα ρήματα που χαρακτηρίζουν επιβήτορα ή στα ουσιαστικά που περιγράφουν το ανδρικό αιδοίο. Σας καλώ όμως να σκεφτούμε: Υπήρχε ποτέ περίπτωση υπουργός Δικαιοσύνης του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ο Στράτος, ας πούμε) ή υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου (ο Πεπονής, ας πούμε ) να δεχόταν να συναντήσει και να κλείσει deal με επιχειρηματία, και μάλιστα σε επαρχιακό self service; Yπήρχε περίπτωση υπουργός του Καραμανλή να αποκαλούσε υποτιμητικά «τύπισσα» και «κορίτσι μου» -λες και ήταν υπάλληλός του- ανώτατο δικαστικό λειτουργό, εν ενεργεία εισαγγελέα; Υπήρχε περίπτωση υπουργός να καλούσε δικαστή για να του πει «κλείσε την υπόθεση», διότι αυτή αφορά τις «διακρατικές σχέσεις» Ελλάδας – Ισραήλ και ότι θα θυμώσει ο Μπίμπης (Νετανιάχου); Αλήθεια, ο απλός πολίτης που διαβάζει το ηχογραφημένο υλικό με το οποίο, πέραν των αποκαλύψεών του, «συστήνεται» ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας, τι συμπέρασμα εξάγει για το πώς λειτουργούν οι θεσμοί στην πατρίδα μας;
Δεν θα κάνω καμία αξιολογική κρίση, πέραν του ότι ο άνθρωπος που ομολογεί ότι συνεννοείται σε διακρατικό επίπεδο κορυφής για το κλείσιμο των δικαστικών υποθέσεών του επιχείρησε να σπιλώσει ως «συμμορία» και «εγκληματική οργάνωση» εκδότες και δημοσιογράφους οι οποίοι τάχα τον εκβίαζαν. Για… 350.000 ευρώ, τα ρέστα του από τα πρόστιμα! Είμαι όμως υποχρεωμένος να ρωτήσω, με αφορμή την ανάγνωση του ιστορικού ντοκουμέντου στο οποίο εμφανίζεται ένας επιχειρηματίας να παίζει κομπολόι πρωθυπουργούς, υπουργούς, διοικητές μυστικών υπηρεσιών, πάσης φύσεως αξιωματούχους: Πόσο μέλλον νομίζουμε ότι έχει υπό αυτές τις προϋποθέσεις αυτό που καλείται δημόσιος βίος στην Ελλάδα; Όταν σύζυγοι εισαγγελέων κατηγορούνται για παράνομη συνταγογράφηση αξίας 1.700.000 ευρώ, συνεργάτες πρώην πρωθυπουργών κατηγορούνται για μίζες 2.700.000 ευρώ, υπουργοί αφήνουν αιχμές κατά υπουργών ότι «βγάζουν λεφτά», έχει κανείς αμφιβολία ότι θα έρθει η μέρα που τα σκάγια θα πάρουν και αυτούς που σήμερα επωφελούνται από τις αποκαλύψεις και δεν θα μείνει λίθος επί λίθου, τίποτε όρθιο;
Όταν οι δικαστές γίνονται κατηγορούμενοι και οι κατηγορούμενοι δικαστές, έχουμε -νομίζει κανείς- μέλλον; Θεωρεί κανείς ότι το ηφαίστειο της απονομιμοποίησης της πολιτικής, των κομμάτων, των ηγεσιών και των θεσμών που εξερράγη κατά τη διάρκεια των Μνημονίων έσβησε; Ότι είναι ανενεργό; Ή μήπως θα έρθει ξαφνικά μια μέρα που η λάβα του θα κυλήσει και πάλι από τον «Βεζούβιο» και θα τα κάψει όλα, παίρνοντας παραμάζωμα και όσους σήμερα χαμογελούν;
Εάν η πατρίδα δεν κινδύνευε με συρρίκνωση 200 χρόνια από την ανεξαρτησία της, θα έλεγα «στάχτη και μπούρμπερη». Να καούν τα πάντα. Δεν μπορώ να το πω όμως. Το κύρος των θεσμών, αν χαθεί, επανακτάται. Το έδαφος μιας χώρας όμως, όχι. Όλα όσα συμβαίνουν στον δημόσιο βίο αυτές τις μέρες σε πολλά επίπεδα -δεν αναφέρομαι στη συγκεκριμένη υπόθεση- μου θυμίζουν τη σκωπτική ρήση ενός μεγάλου Γερμανού στοχαστή, που με δηκτικότητα είπε κάποτε το εξής: «Εβρεξε τόσο πολύ, ώστε πλύθηκαν τα γουρούνια και λασπώσανε οι άνθρωποι»…