Γράφει ο Τάσος Παππάς
Ενας από τους κεντρικούς στόχους της Δεξιάς την περίοδο 2015-2019 ήταν να καταρρίψει το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς. Τόσο ο αρχηγός της και τα κορυφαία στελέχη της όσο και τα φιλικά της μέσα ενημέρωσης έκαναν πολιτική αναδεικνύοντας ή κατασκευάζοντας θέματα ηθικής τάξεως για να πλήξουν τον τότε πρωθυπουργό και τους στενούς συνεργάτες του.
Αλλοτε ήταν στην επικαιρότητα το κότερο των διακοπών του Τσίπρα, άλλοτε οι… αποκαλύψεις για τα τεράστια ποσά που έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ στην αρχή ο Τσάβες, στη συνέχεια ο Μαδούρο, άλλοτε η κινητικότητα κάποιων τύπων που πούλαγαν σε επιχειρηματίες φούμαρα ότι κινούνται στα υπόγεια του Μαξίμου και μπορούν να τους βοηθήσουν έναντι ανταλλαγμάτων, παλιότερα η κατηγορία ότι ο Κατρούγκαλος ως υπουργός διοχέτευε στο δικηγορικό γραφείο του υποθέσεις της αρμοδιότητάς του για να πλουτίζει και οι καταγγελίες ότι ο Σπίρτζης και ο Παππάς είχαν στήσει γραφείο ρουσφετιών κάπου στη λεωφόρο Συγγρού.
Τα πιο φωνακλάδικα στελέχη της Δεξιάς, με την προτροπή δημοσιολόγων, μερικοί εκ των οποίων αργότερα έγιναν βουλευτές της, υπόσχονταν ότι οι ιστορίες αυτές, επειδή δεν είναι στενά πολιτικές, αλλά έχουν ποινικό ενδιαφέρον, θα πάνε στη Δικαιοσύνη μόλις ξεκουμπιστούν από την κυβέρνηση οι κατσαπλιάδες. Ακόμη περιμένουμε.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Οι φερόμενοι ως φυσικοί ιδιοκτήτες της χώρας δεν ήθελαν να αποδείξουν ότι αυτοί είναι πιο ενάρετοι από τους προσωρινούς ενοικιαστές. Δεν θα τολμούσαν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο γιατί θα γέλαγε ο κάθε πικραμένος.
Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να πείσουν τους πολίτες να μη δίνουν βάση στις επαγγελίες των αντιπάλων τους περί ηθικής διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων αφού «όλοι ίδιοι είμαστε και στο ίδιο καζάνι βράζουμε». Οπότε, με όσα κάνουν σήμερα ως κυβέρνηση, ουδείς δικαιούται να τους εγκαλέσει για ασυνέπεια. Ούτε καν οι κεντροαντιαριστεροί που βαρυστομάχιασαν από το σανό που κατανάλωσαν και τώρα κρύβονται ντροπιασμένοι για όσα με στόμφο διέδιδαν σχετικά με το νέο ύφος και το νέο ήθος της Νέας (αλλά τόσο παλιάς) Δημοκρατίας.
Ωστόσο, οι κυβερνώντες φαίνεται ότι έχουν χάσει το μέτρο. Δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα. Αγνοια του κινδύνου; Βεβαιότητα ότι θα μείνουν στο απυρόβλητο; Για παράδειγμα: η ιστορία με τα 20 εκατ. ευρώ στα ΜΜΕ βρομάει και ζέχνει από παντού. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρνείται πεισματικά να δώσει στη δημοσιότητα τα ποσά που εισέπραξε κάθε μέσο.
Ξέρει πως αν το κάνει θα εκτεθεί γιατί θα φανεί ότι μοιράστηκε δημόσιο χρήμα με όχι νόμιμο τρόπο. Το θέμα είναι αν ο κ. Πέτσας λειτούργησε αυτόνομα. Αποκλείεται. Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα δεν μπορεί ο κ. Πέτσας να συμπεριφέρθηκε τόσο ερασιτεχνικά. Στοιχειώδεις προφυλάξεις για να καλύψει τα νώτα του πρέπει να έχει πάρει. Εντάξει, αγαπάει το κόμμα του· εντάξει, χρωστάει ευγνωμοσύνη στον αρχηγό του· εντάξει, πάνω απ’ όλα βάζει την κυβέρνηση των αρίστων· εντάξει, να προσφερθεί να γίνει «μπροστινός» για το καλό της παράταξης· αλλά υπάρχουν και όρια, ιδιαίτερα αν μια υπόθεση στραβώσει και προκύψουν βάσιμες υποψίες για ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες.
Ποιος του έδωσε την εντολή; Ο ίδιος ο πρωθυπουργός; Θεσμικά αυτό είναι το σωστό. Αλλωστε, την ευθύνη για ό,τι συμβαίνει την έχει ο πρωθυπουργός. Την πολιτική ευθύνη σίγουρα. Για την αναζήτηση άλλων ευθυνών η αρμοδιότητα ανήκει στη Δικαιοσύνη, εφόσον φυσικά αποφασίσει να παρέμβει. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, μήπως έχουμε δράση από τον… αντ’ αυτού; Δηλαδή από κυβερνητικό παράγοντα που είναι πολύ κοντά στον πρωθυπουργό, τόσο κοντά και τόσο της εμπιστοσύνης του που έχει το ελεύθερο να αποφασίζει για λογαριασμό του, χωρίς να του ζητάει κάθε φορά την έγκριση;
Ανάγωγα
Τελικώς θα γίνει ανασχηματισμός; «Θα γίνει» λέει ο κ. Γεραπετρίτης, «Δεν θα γίνει» του απαντά ο κ. Πέτσας. Ούτε χρόνο δεν έκλεισε η κυβέρνηση των αρίστων και έχουν αρχίσει οι αψιμαχίες, τα φάλτσα, οι κόντρες, οι υπόγειες συνεννοήσεις, τα μυστικά ραντεβού, τα πλασαρίσματα, οι τρικλοποδιές, τα καρφώματα, οι λυκοφιλίες. Είναι επιτελικό κράτος αυτό το μπάχαλο;