Της Ελένης Κωστοπούλου
Ποιος από όσους γεννηθέντες από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τα τέλη του, θα πίστευε ότι η πραγματοποίηση των διδακτικών ωρών σε ένα σχολικό ή πανεπιστημιακό ίδρυμα θα γινόταν μέσω τηλεκατάρτισης;
Ποιος επίσης, θα μπορούσε να φανταστεί και το τι μέλλει γενέσθαι από εδω και πέρα…Προχωρημένοι επιστήμονες αναφέρουν ότι, ο κλασικός τρόπος μάθησης ακόμη και με την τηλεκατάρτιση, μετά από μία 20ετία θα αποτελεί παρελθόν. Στη θέση της μάθησης (και αυτό υποστηρίζεται από τους θιασώτες των θεωριών της συνωμοσίας) θα μπαίνουν ειδικά τσιπάκια που θα μεταδίδουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο με μαγικό τρόπο!…Με άλλα λόγια, κάποιος που θέλει να έχει γνώσεις, για παράδειγμα, ιατρικής, θα έχει και το κατάλληλο τσιπάκι.
Είναι δυνατόν όμως, να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο; Ούτε στη σφαίρα επιστημονικής φαντασίας δεν το έχουμε δει. Παρόλα αυτά, κυκλοφορούν στο διαδίκτυο τέτοιου είδους σενάρια. Από το κρυφό σχολειό μέχρι την χρήση των τσιπ υπάρχει χαώδης διαφορά. Το ενδιάμεσο και το λογικό, θα ήταν, η παραδοσιακή διδασκαλία εντός της τάξης, με τη βοήθεια των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.
Η τηλεκατάρτιση που έγινε μέρος της ζωής μας, έχει τα θετικά και τα αρνητικά της. Τα θετικά είναι τοις πάσι γνωστά, γι’ αυτό θα επισημάνουμε ορισμένα αρνητικά μόνο. Το πρώτο αφορά τη δια ζώσης επαφή μαθητών και δασκάλων, με αποτέλεσμα την κοινωνικοποίηση αμφοτέρων, κάτι το οποίο, αφαιρείται από τη χρήση της τηλεκατάρτισης. Ένα δεύτερο αρνητικό είναι, η υπερβολική έκθεση τόσο των δασκάλων όσο και των μαθητών στην οθόνη ενός υπολογιστή με δυσάρεστα αποτελέσματα για την σωματική και ψυχική υγεία. Όπως, έλλειψη άσκησης, ημικρανίες, οφθαλμολογικά προβλήματα καθώς και προβλήματα ακοής. Σε ό,τι αφορά τα ψυχικά ζητήματα μπορεί να προκαλέσει άγχος, ανασφάλεια και γενικότερα δυσαρέσκεια εάν κάτι δεν πάει καλά. Ένα τρίτο αρνητικό θα λέγαμε ότι είναι η έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των μαθητών και δασκάλων, κάτι το οποίο, θα έχει ως συνέπεια γλωσσολογικά προβλήματα στους μαθητές. Με άλλα λόγια, ο μαθητής δεν θα μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις, τις ιδέες και τις πεποιθήσεις, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του προσώπου και του σώματος.
Δεν είναι μόνο η στείρα γνώση που είναι ο στόχος της μάθησης, είναι ακόμα και η έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων, πέραν του λεκτικού πεδίου. Τέλος, ας μην ξεχνάμε και τα επιστημονικά πεδία που αυτά, είναι αδύνατον να διδαχτούν με το σωστό τρόπο μέσω της τηλεκατάρτισης. Τα παραπάνω, οδηγούν στο συμπέρασμα λοιπόν ότι, η τηλεκατάρτιση μπορεί ως ένα σημείο να εξυπηρετεί έκτακτες ανάγκες αλλά δεν πρέπει να γίνει τρόπος ζωής. Εξάλλου, οι παιδαγωγοί και οι ψυχολόγοι του 20ου αιώνα μάς έδειξαν τον σωστό τρόπο της μάθησης. Στις απόψεις αυτές περί της παραδοσιακής διδασκαλίας, μπορεί να υπήρξαν ενστάσεις υποστηρικτικές προς την αυτόνομη μάθηση, όμως και αυτές οι πρακτικές έπεσαν στο κενό και επικράτησε η συνεργατική μάθηση. Κλείνοντας, θα πούμε ότι οι Έλληνες πέραν των αδυναμιών μας, είμαστε ένας λαός μεγαλωμένος με χριστιανικά – εθνικά ιδεώδη και κατά συνέπεια, αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, θέλουμε να είμαστε μαζί μ’ αυτόν, θέλουμε να μάθουμε από αυτόν και σε αυτόν και δεν ταιριάζει καθόλου στην ιδιοσυγκρασία μας ή πρακτική του επικοινωνώ μόνο με ένα κινητό τηλέφωνο ή έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή.