Γράφει ο Τάσος Παππάς
Σε περιόδους μεγάλης κρίσης ο πανικός είναι το κυρίαρχο γνώρισμα. Το να μείνεις ψύχραιμος σε τέτοιες συνθήκες δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στον πόλεμο οι πολίτες των ηττημένων χωρών μετά το πρώτο σοκ αναζητούσαν μιαν ευχάριστη είδηση από τα μέτωπα προκειμένου να αντέξουν το βάρος της κατοχής. Υποβάθμιζαν τις αποτυχίες των φίλιων δυνάμεων και διακινούσαν κάθε πληροφορία που δημιουργούσε φωτεινές ρωγμές στο σκοτεινό τοπίο. Ακόμη και τις κατασκευασμένες. Δεν πίστευαν την προπαγάνδα των αντιπάλων και καλλιεργούσαν την προσδοκία για γρήγορη υπέρβαση της φρικτής κατάστασης που βίωναν.
Οι πιο τολμηροί, αυτοί που δεν ήθελαν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ενός μεσίστιου μέλλοντος, εντάσσονταν στην αντίσταση με κίνδυνο της ζωής τους. Αντεχαν την πείνα, τις στερήσεις, τις διώξεις, τις μαζικές απώλειες γιατί περίμεναν ότι η επόμενη μέρα θα ήταν καλύτερη. Η ελπίδα ήταν παρούσα και τους κρατούσε όρθιους. Ο εχθρός όμως ήταν ορατός. Μπορούσες να εντοπίσεις τα αδύναμα σημεία του, να καταστρώσεις σχέδια για να τον πλήξεις και να του κάνεις τη ζωή δύσκολη. Στην περίπτωση της πανδημίας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εχεις να κάνεις με έναν εχθρό που μοιάζει πανίσχυρος, είναι ύπουλος, καταφέρνει να ξεγλιστράει σχεδόν αλώβητος από τις παγίδες που του στήνουν, συνεχίζει ακάθεκτος, χτυπάει παντού.
Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί, με αρκετή καθυστέρηση είναι αλήθεια, αντέδρασαν διοχετεύοντας τεράστια ποσά στην οικονομία για να μειώσουν τις βλάβες από την επέλαση του κορονοϊού. Λειτουργούν έχοντας στο μυαλό τους την κατάσταση που θα κληθούν να διαχειριστούν μόλις κοπάσει ο τυφώνας. Η αμερικανική διοίκηση, αφού για κάμποσες μέρες παρέμεινε εγκλωβισμένη στις ανοησίες του επικεφαλής της, ο οποίος συμπεριφερόταν σαν μην έτρεχε τίποτα καθησυχάζοντας τους υπηκόους του και προβοκάροντας την Κίνα, αποφάσισε να ρίξει στην οικονομία της χώρας ένα πακέτο ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι η μεγαλύτερη οικονομική διάσωση που επιχειρήθηκε ποτέ από το Κογκρέσο, πολύ μεγαλύτερη από κείνη που έγινε κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οπως αναφέρει ο ιστορικός Αντ. Λιάκος σε συνέντευξή του στην «Αυγή» (22-3-2020) «όλες οι μεγάλες δοκιμασίες σήμαιναν ενίσχυση του κράτους. Και οι πόλεμοι, και οι κρίσεις, και βεβαίως οι επιδημίες». Προειδοποιεί όμως: «Ποιου κράτους; Του κοινωνικού κράτους, του κράτους που θα αναλάβει τώρα να καλύψει τις ζημιές του ιδιωτικού τομέα, θα δημιουργήσει τεράστια ελλείμματα τα οποία στη συνέχεια θα καλύψει με καταιγίδα περικοπών, ανακεφαλαίωσης τραπεζών και επανιδιωτικοποιήσεων ή του οργουελιανού κράτους;».
Αυτό θα το δούμε στην πορεία. Καλό είναι να πάρουμε τα μέτρα μας για να μη βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Για να μην υποστούν οι κοινωνίες μεγαλύτερες ζημιές σε βάθος χρόνου. Για να μην επιβληθούν οι πολιτικές του άπληστου νεοφιλελευθερισμού. Για να μην αφυδατωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ομως στην παρούσα φάση το ζητούμενο σ’ ό,τι αφορά την πανδημία είναι η απάντηση της ιατρικής κοινότητας. Ο καθένας καταλαβαίνει ότι λόγω της δύσκολης κατάστασης έχουμε ανάγκη από αισιόδοξες ειδήσεις. Δεν πρέπει όμως να αναπτυχθεί ένα εμπόριο ελπίδας και μάλιστα με ευθύνη των αρμοδίων.
Γίνεται αγώνας δρόμου από πολλές ερευνητικές ομάδες για να βρεθεί το φάρμακο. Οι ειδικοί είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι. Προφανώς γιατί δεν θέλουν να δημιουργήσουν μιαν ατμόσφαιρα εφησυχασμού που θα υπονομεύσει τα μέτρα προφύλαξης και θα διευκολύνει τη διασπορά του ιού. Αναρωτιέμαι σε ποια στοιχεία στηρίχτηκε η Γερμανίδα πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία δήλωσε ότι το εμβόλιο θα μπορούσε να βρεθεί στην αγορά πριν από το φθινόπωρο. Ολοι προτιμάμε τους αγγελιαφόρους καλών μαντάτων από τους προφήτες συμφορών. Αν όμως αποδειχτεί ότι μετέφεραν στο πλήθος αυτό που ήθελε να ακούσει και όχι αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει, τότε η τύχη που τους περιμένει είναι…