Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Το καλοκαίρι του 2011, όταν η Αθήνα φλεγόταν από τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων, βρέθηκα στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης.
Και, βεβαίως, δεν παρέλειψα να επισκεφθώ την ταβέρνα της περίφημης Λέλας. Όπου Λέλα, η μαγείρισσα του μεγάλου Έλληνα Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Φυσικά, θέλησα να τη γνωρίσω. Αντίκρισα μια ψηλόλιγνη μαυροφορεμένη γυναίκα, με τη μαντίλα που φορούν οι γυναίκες της επαρχίας. Μπαρουτοκαπνισμένη Μανιάτισσα. Τη ρώτησα για τον Φέρμορ, για τη γνωριμία της μαζί του, και μετά είπαμε δυο λόγια για την κρίση. Η χρεοκοπία έμοιαζε βέβαιη. Τη ρώτησα τι νόμιζε. Η απάντηση που έλαβα με εντυπωσίασε. Ήταν δύο λέξεις. Αφού μου θύμισε πως επέζησε της Κατοχής, πρόσθεσε: «Ο,τι είναι!». Εννοούσε ό,τι είναι, να έρθει.
Κατάλαβα αμέσως πως αυτή η γενιά που ξεκίνησε από τα χαμηλά για να φτάσει στα ψηλά μέσα από συμπληγάδες δεν φοβόταν. Αναρωτήθηκα με τρόμο εκείνες τις στιγμές πώς οι δικές μας καλομαθημένες γενιές, που είχαν ξεκινήσει από τα υψηλά (επίπεδα διαβίωσης), θα μπορούσαν να προσγειωθούν στα χαμηλά. Φοβήθηκα τότε. Ο ελληνικός λαός υπέστη ένα τριπλό σοκ. Ζούσε μέρες αλαζονείας (όπως οι Ιταλοί, οι Γάλλοι, οι Ισπανοί και οι Βρετανοί σήμερα), είχε ύφος, νόμιζε πως ήταν ισχυρός και ξαφνικά κάποιοι του είπαν πως όλα αυτά ήταν ψέμα. Φοβερό χτύπημα στην αυτοπεποίθησή του.
Ταυτόχρονα, ο ίδιος αυτός λαός έγινε το κλοτσοσκούφι της Ευρώπης, ο περίγελος της Ευρώπης, το πειραματόζωο της Ευρώπης, ο τεμπέλης της Ευρώπης, ο διεφθαρμένος της Ευρώπης. Ο Εσταυρωμένος της Ευρώπης. Ήταν η στιγμή που θα μπορούσαμε να είχαμε διαλυθεί ανέτως εις τα εξ ων συνετέθημεν. Που θα μπορούσαμε να είχαμε χάσει έδαφος από την επικράτειά μας. Ωστόσο μέσα στη δεκαετία της κρίσης, με οδηγό την ιστορική εμπειρία μας, και εμείς, οι άβγαλτες γενιές, τα καταφέραμε. Παίξαμε κρυφτούλι με τους δυνάστες, μα ταυτόχρονα προσαρμοστήκαμε. Κάναμε προπόνηση στον κίνδυνο. Και σηκωθήκαμε.
Την ίδια εποχή που εμείς εξευτελιζόμασταν στα πέρατα του πλανήτη, οι Ιταλοί, οι Γάλλοι, οι Ισπανοί, με τις άκρες τους στα ιερατεία των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης, έβαζαν τα οικονομικά τους προβλήματα κάτω από το χαλί. Σαρκοζί και Θαπατέρο έκαναν άνω κάτω τον κόσμο, όταν Μέρκελ και Σόιμπλε τόλμησαν να τους κάνουν υπαινιγμό για μνημόνιο. Άφησαν τις κοινωνίες τους «λάσκα», θεωρώντας πως τις προστατεύουν. Στην πραγματικότητα άφησαν το ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης -ισχυρός συνδυασμός σπάταλου κοινωνικού κράτους με αργή διαδικασία λήψης αποφάσεων- να σαπίσει. Διέφθειραν έτσι τους λαούς τους και τις γραφειοκρατίες τους.
Τα αποτελέσματα της αλαζονείας τους τα γεύονται τώρα! Ο ιταλικός λαός, απείθαρχος. Η γαλλική ηγεσία, αμέριμνη, επέτρεψε τη διεξαγωγή τοπικών εκλογών εν μέσω κορωνοϊού. Οι Ισπανοί έχασαν 15 μέρες να συζητούν με τους συνταγματολόγους αν έπρεπε να κηρύξουν έκτακτη ανάγκη. Καφενεία κανονικά όλοι τους. Μαζί και οι εγωιστές Βρετανοί και Γερμανοί, που αποκομίζουν τους καρπούς της ύβρεως. Ενώ εμείς, εκπαιδευμένοι από τα Μνημόνια, λάβαμε αποφάσεις με τη διαδικασία του επείγοντος, πειθαρχήσαμε στη μεγάλη μας πλειονότητα, πλην μικρών αριθμητικών εξαιρέσεων, και συνεχίζουμε την πάλη μας ώριμοι.
Η έκβασή της δεν έχει κριθεί ακόμα, το ξέρουμε. Και δεν εφησυχάζουμε. Ξέρουμε όμως και κάτι ακόμα: δεν είμαστε οι χειρότεροι της Ευρώπης. Ποτέ δεν ήμασταν. Όταν με το καλό λήξει η κρίση, κάποιοι πρέπει να μας ζητήσουν συγγνώμη. Διέπραξαν μεγάλη ατιμία και ο Θεός τιμωρεί. Η ένταξη των ομολόγων μας στην ποσοτική χαλάρωση δεν είναι συγγνώμη, βεβαίως… Να συνεννοούμαστε.