Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Στη μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης επικρατεί σήμερα η εντύπωση ότι η επόμενη ημέρα του ΣΥΡΙΖΑ περνά μέσα από την έκβαση της αντιπαράθεσης Τσίπρα – Τσακαλώτου. Αν δεν γνωρίζεις την ψυχή, τη γεωγραφία ενός κόμματος, είναι λογικό να το πιστεύεις αυτό.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών έχει δώσει ρεσιτάλ συστημικότητας, το οποίο υποτίθεται ότι αλλοιώνει το προοδευτικό προφίλ του κόμματος. Για να είμαι ειλικρινής, το αυτό πίστευα και εγώ μέχρι πρόσφατα, όταν κορυφαίος παράγων μού επέστησε την προσοχή. «Ο Τσίπρας έχει υποχρέωση στον Ευκλείδη. Του έβαλε πλάτη στα χρόνια των Μνημονίων, πήρε κόστος και απέδειξε ότι είναι σοβαρός παίκτης» μου παρατήρησε. «Τότε; Ποιος είναι το πρόβλημα τότε;» διερωτήθηκα. Το ρεπορτάζ, σε συνδυασμό με την παρατήρηση, νομίζω ότι οδηγεί σε μερικά πρώτα συμπεράσματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ποσοστό 32% στις εκλογές του Ιουλίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι προσωπικές ψήφοι προς τον Τσίπρα. Ανορθολογική η ελληνική κοινωνία, της αρέσουν το παραμύθι και οι λαοπλάνοι, αλλά αυτή είναι, τι να κάνουμε; Μετά τις εκλογές, όμως, η ενδιάμεση γενιά του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρεται λες και δεν έλαβε ποτέ αυτό το ποσοστό το κόμμα της. Ως ενδιάμεση γενιά ορίζω πρόσωπα όχι κατ’ ανάγκην με την ίδια άποψη για τα πράγματα, αλλά με την ίδια «ιστορική προέλευση» – ηλικιακά μεταξύ 55-65.
Η γενιά της αριστερής αμηχανίας, μεταξύ 1981 και 2005, είναι η ενδιάμεση γενιά που βασικώς ανδρώθηκε στα αμφιθέατρα της Μεταπολίτευσης. Ο Πάνος Σκουρλέτης, ο Νίκος Φίλης, ο Παύλος Πολάκης είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτής της γενιάς. «Της γενιάς των απωθημένων», κατά την έκφραση παλαιού, αποστασιοποιημένου κομματικού παράγοντα της Αριστεράς. Είναι η ενδιάμεση γενιά μεταξύ αυτής που έχει σημαιοφόρο τον Νίκο Βούτση, η οποία με την αντιδικτατορική δράση της έχει να επιδείξει δάφνες, και της γενιάς του Αλέξη Τσίπρα, που εκτίναξε την Αριστερά σε ποσοστά που δεν είχε δει ποτέ στο όνειρό της. Η μόνη Αριστερά που κέρδισε εκλογές στην Ευρώπη είναι η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρόβλημα της ενδιάμεσης γενιάς δεν είναι η φοβική άποψή της για τη διεύρυνση. Αυτή είναι λογική, υπό την έννοια πως κάθε διεύρυνση σε ένα κόμμα ακυρώνει τη βαρύτητα που έχει διαχρονικά κάθε συνιστώσα για όποιον λόγο και να γίνεται, εξ ου και οι αντιδράσεις. (Ο Κυριάκος κάνει συνεχώς «ανοίγματα» στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στο Κέντρο, λησμονώντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, γιατί -όπως μου λένε- δεν μπορεί να ξεχάσει πώς συμπεριφέρθηκε ο Εθνάρχης στον πατέρα του το 1974, αποκλείοντάς τον από τα ψηφοδέλτια της Ν.Δ. Στην πραγματικότητα, επιδιώκει τη συρρίκνωση του καραμανλισμού μέσα στον χρόνο και για οικογενειακούς λόγους, προκαλώντας τις αντιδράσεις που ξέρετε.) Το πρόβλημα, λοιπόν, στον ΣΥΡΙΖΑ -επανέρχομαι- δεν είναι η διεύρυνση, αλλά οι αντιλήψεις που έχει η ενδιάμεση γενιά για κορυφαία ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, μέρος της οποίας ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ με εδραιωμένη την απόφαση ότι δεν θα γίνει ποτέ μέλος του.
Οι απόψεις συγκεκριμένων προσώπων για τον νόμο και την τάξη, για τους μετανάστες, για τα κολέγια, για τη Χρυσή Αυγή, για την τρομοκρατία, τη Δικαιοσύνη, την ελεύθερη έκφραση, για τον ρόλο του θρησκευτικού φαινομένου στη ζωή μας, για την Εκκλησία, για τις καταλήψεις, για τους θεσμούς είναι εντελώς ξένες προς τη μεγάλη ελληνική κοινωνία. Και, ως εκ τούτου, τα στελέχη αυτά λειτουργούν ως «μπράβοι στην πόρτα» του κόμματος για να εμποδίσουν τη μολυσματική διεύρυνσή του σε ψηφοφόρους, όχι σε κομματικά μέλη. Για όλους εμάς, που παρατηρούμε μακρόθεν την αντιπαράθεση αυτή, η παρουσία τους στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ευλογία. Ωφελεί τον φιλελεύθερο χώρο. Διώχνουν κόσμο – και εύγε τους. Δεν είμαι, όμως, καθόλου σίγουρος ότι έτσι νιώθει και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η τελευταία παρουσία του οποίου στην τηλεόραση, στην προσωποκεντρική συνέντευξη στον Νίκο Χατζηνικολάου, ήταν μια άσκηση στο Κέντρο.
Αν τη στιγμή που ο Τσίπρας δίνει έμφαση στην αξία της οικογένειας με φωτογραφίες από το προσωπικό του άλμπουμ, μιλά για τις έννοιες «ορθοδοξία», «ταυτότητα», «έθνος» (έστω υποκριτικά) και καλλιεργεί γενικότερα ένα ήπιο προφίλ, κάποιοι στον χώρο του ξεσπαθώνουν υπέρ των ΜΚΟ και των μεταναστών, αλλά εναντίον των Ελλήνων, επιτίθενται στην Εκκλησία επειδή επανέλαβε την παλαιά θεολογική της θέση για τις αμβλώσεις, δοξάζουν τους καταληψίες που σβήνουν τα αποτυπώματά τους με χλωρίνη σε δημόσια κτίρια, σιωπούν για τον «Ρουβίκωνα», φωνάζουν για τα πτυχία των κολεγίων και αξιοποιούν δέκα ανώνυμους φασίστες στη Μυτιλήνη για να παίξουν το παιχνίδι της έντασης, τότε το πρόβλημα στην Αριστερά δεν είναι ούτε τα νέα μέλη του isyriza ούτε τα βαμπίρ του πασοκισμού (που δεν είχε ανάγκη να πάρει μαζί του ο Τσίπρας) ούτε βεβαίως ο Τσακαλώτος. Το πρόβλημα είναι το κέντρο βάρους του κόμματός του και ο τόνος που επικρατεί στη Βουλή και την κοινωνία. Καθόλου κεντρώος.
Στον χώρο της Κεντροδεξιάς, οι αρχηγοί έχουν μια συγκεκριμένη κουλτούρα για να αντιμετωπίζουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν αλλοίωση της φυσιογνωμίας του κόμματος ή, χειρότερα, αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Χρήση έκαναν σχεδόν όλοι. Ο Κώστας Καραμανλής, με εισήγηση και Αχιλλέα, διέγραψε το 1997 επτά κορυφαία στελέχη του κόμματος που ήθελαν να γίνει η κεντροδεξιά παράταξη πολιτική ουρά του εκσυγχρονισμού. Ο Αντώνης Σαμαράς έκανε χρήση περισσότερο κατά τη διακυβέρνηση, ο Βύρων Πολύδωρας διεγράφη δυστυχώς επειδή καταψήφισε τον νόμο κατά της φορολογίας στην ιδιοκτησία (ΕΝΦΙΑ). Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάνει μέχρι στιγμής χρήση του μέτρου της διαγραφής σε μεσαία στελέχη ή στελέχη χωρίς βαρύτητα στο κόμμα (Ζαγοράκης). Και οι τρεις, όμως, έτσι έγιναν αρχηγοί. Επιβαλλόμενοι. Αδικώντας και ανθρώπους ίσως.
Ο Τσίπρας είναι σήμερα σε ένα κομβικό σημείο. Για να επιβληθεί στο κόμμα και να κερδίσει τη συμπάθεια της μεγάλης κοινωνίας, για να τραβήξει ξανά την προσοχή της, πρέπει να πάρει κεφάλια και να χυθεί αίμα, από τη μια. Όχι για να κάνει ανθρωποθυσίες με στελέχη που έχουν ταυτίσει τη ζωή τους με την Αριστερά. Αλλά για να δείξει στους πολλούς ότι η βιτρίνα του νέου κόμματος δεν είναι οι απόψεις αυτές. Και, για να είναι πειστικός στο κόμμα του, πρέπει να πάρει κεφάλια και δικών του, που αποδεδειγμένα έκαναν πολιτική ζημιά στην επιρροή του με το τραμπούκικο προφίλ τους στη διακυβέρνηση. Από την άλλη, όμως, ο Τσίπρας -ευτυχώς για τον φιλελεύθερο χώρο– είναι δειλός και συναινετικός.
Όλη του η εσωκομματική πορεία είναι ένα δρομολόγιο ρήξης μεν, χωρίς αποφάσεις με πολιτικό αίμα και διαγραφές δε. Είναι που είναι η κουλτούρα της Αριστεράς τέτοια -καμία διαγραφή-, και ο ίδιος από την πλευρά του έδωσε ρεσιτάλ ανεκτικότητας στη διακυβέρνηση. Για να δεχθεί παραίτηση υπουργού έπρεπε να φθάσει η ζημιά στην αυλή του. Τη διάσπαση, το καλοκαίρι του 2015, την έκανε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην τη χρεωθεί ο ίδιος. Εξώθησε 35 βουλευτές σε αποχώρηση χωρίς να διαγράψει κανέναν.
Η ζωή, όμως, προχωρά. Οι περιστάσεις δεν είναι ίδιες. Αρχηγοί που δεν παίρνουν αποφάσεις είναι… λαπάδες, για να θυμηθώ τον Σωτήρη Κούβελα. Ολα δείχνουν πως, προς το συμφέρον της φιλελεύθερης παράταξης, ο Αλέξης θα επιλέξει για μία ακόμη φορά τον συμβιβασμό με τις φατρίες του. Θα είναι έκπληξη αν κάνει το αντίθετο και πάρει κεφάλια. Προς το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας, πάντως, η επικράτηση των άκρων του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι.
Φυσικά, δεν μας πέφτει λόγος τι γίνεται εκεί μέσα – ας κάνουν ό,τι θέλουν, δεν είναι δική μας δουλειά. Μας πέφτει λόγος να μην επικρατεί ο πολιτικός λόγος του διχασμού σε μια εποχή κρίσιμη για το μέλλον του έθνους. Αυτό είναι και το νόημα της σημερινής μας παρέμβασης για τα εσωκομματικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο τόπος, ανεξαρτήτως της διαφορετικής άποψης που έχει καθένας μας για τα πράγματα, πρέπει να αθροίζει δυνάμεις. Δεν αντέχει άλλα μαγαζάκια και άλλες παράγκες που, ενώ υποδύονται τις προοδευτικές, βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με τη χειρότερη ολιγαρχία μπράβων που γνώρισε ποτέ η Ελλάς. Αυτά.