Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έφυγε για την Αμερική χωρίς να έχει τακτοποιήσει μια εκκρεμότητα που αφήνει ανοικτή από καιρό-, σκοπίμως, ή γιατί δεν είναι σε θέση να αποφασίσει εγκαίρως: την πρότασή του για το πρόσωπο που θα εγκατασταθεί στο Προεδρικό Μέγαρο την επόμενη πενταετία.
Δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες. Η Ελλάδα έχει επιτυχημένο ρυθμιστή του Πολιτεύματος . Ο Προκόπης Παυλόπουλος κατέκτησε στην πράξη το δικαίωμα του να διεκδικήσει δεύτερη θητεία. Επιπλέον έχει ένα κρίσιμο πλεονέκτημα: είναι ο μόνος, μέχρι στιγμής, που εξασφαλίζει στη Βουλή εθνική συναίνεση με 250 ψήφους τουλάχιστον.
Τα υπόλοιπα είναι για τους συμπλεγματικούς και τους γελωτοποιούς του βασιλέως.
Ο Πρωθυπουργός μόνο σε μια περίπτωση μπορεί να μην προτείνει ανανέωση της θητείας Παυλόπουλου: να έχει υπόψη του κάποιον καλύτερο.
Ακόμη και αν- για να τον αποκλείσει – καταφύγει στο πρόσχημα ότι επιλέγει κάποιον από την άλλη παράταξη, αυτός πρέπει να έχει τη συγκατάθεση του Τσίπρα. Γιατί η «άλλη παράταξη» είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι το υπό διάλυση Κινάλ.
Η προεδρική εκλογή, στις συνθήκες που διαμορφώνονται εντός και εκτός της χώρας, πρέπει να αποτυπώνει μια προτεραιότητα: την εθνική σωφροσύνη.
Ο πρόεδρος δεν είναι κυβερνητικό ντεκόρ, ούτε προκύπτει όπως προκύπτει η πρωθυπουργική γκαρνταρόμπα. Όποιος θέλει να καταλάβει, καταλαβαίνει.
Αλλά η τροπή που η κυβέρνηση και η προπαγάνδα της -αλλά και τα συμφέροντα που τη συνοδεύουν- έδωσαν ήδη στην προεδρική εκλογή δημιουργεί μια ανατριχιαστική προοπτική: να εξελιχθεί αυτή η διαδικασία σε πράξη πολιτικής ντροπής.
Να καταλήξει ο Πρωθυπουργός- αυτοβούλως ή πιεζόμενος, με καλή πρόθεση με ιδιοτέλεια, σε επιλογή που όχι μόνο δεν θα καλύπτει τις προϋποθέσεις του αξιώματος, αλλά ενδεχομένως δεν θα τιμά την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Είναι ορατός κίνδυνος.
Ως τώρα όλοι οι πρόεδροι είχαν ένα προσόν: ήταν αξιοπρεπείς και ακέραιοι. Άσκησαν όλοι υποδειγματικά τα καθήκοντά τους, γιατί δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, σε θέματα προσωπικής και πολιτικής ταυτότητας. Πέραν της πολιτικής επάρκειας, είχαν διακριτό ατομικό προφίλ και διαυγές πολιτικό μητρώο- συμφωνούσε η όχι κανείς μαζί τους.
Δεν ήταν υβρίδια της μιντιοκρατίας, ούτε άλλαζαν πολιτικό καπέλο και κομματικό πουκάμισο ανάλογα με τα μικροσυμφέροντά τους.
Δεν υπηρετούσαν διαδοχικούς κυρίους, δεν είχαν στραφεί ενάντια σε ότι τους εξέθρεψε, δεν απεμπόλησαν τη σημαία του προτέρου βίου τους.
Δεν ήταν αμοραλιστές, ούτε υπήρξαν τοποτηρητές συμφερόντων. Δεν επιδίωξαν με κάθε μέσο δόξα, χρήμα και αξιώματα, ούτε είχαν εμπλακεί σε μπίζνες.
Όσοι υπηρέτησαν ως Πρόεδροι την Ελληνική Δημοκρατία μετά το 1974, πέτυχαν, γιατί δεν τους είχε στο τσεπάκι κανείς ολιγάρχης, και δεν είχαν προσκυνήσει κανέναν μιντιάρχη. Δεν τους βάρυναν συναλλαγές καριέρας, δεν υπήρξαν δακτυλοδεικτούμενοι και δεν θήτευσαν στην αυλή κανενός «νταβατζή».
Ήταν σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, κατά το Σύνταγμα και κατά συνείδηση, χωρίς να προκαλέσουν πολιτειακή κρίση, γιατί δεν ήταν ενταγμένοι σε συστήματα συμφερόντων. Κανείς δεν μπορούσε να τους τραβάει από το μανίκι.
Ο Πρόεδρος συμβολίζει την ενότητα του Έθνους- και πρέπει να το αποπνέει με την αυτονομία της παρουσίας του.
Υπάρχει λοιπόν μια παράδοση, ένα κεκτημένο – που ολοκληρώθηκε με δυο έντιμες αποφάσεις του Αλέξη Τσίπρα: το 2015 μπορούσε να εκλέξει και τον κηπουρό του, αλλά δεν το έκανε. Και το 2018 χωρίς αυτόν δεν θα είχε αποσυνδεθεί η προεδρική εκλογή από τις κάλπες- και αυτή τη στιγμή κυβέρνηση θα ήταν υπ’ ατμόν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σήμερα ο φορέας της λαϊκής εντολής και αυτό στην προεδρική εκλογή του δίνει προνόμια, αλλά και ευθύνες.
Ασφαλώς δεν θα ήθελε να μείνει στην ιστορία σαν ο Πρωθυπουργός επί των ημερών του οποίου υποβαθμίσθηκαν τα κριτήρια της προεδρικής εκλογής σε βάρος της ομαλής λειτουργίας του Πολιτεύματος.
Για να σταθεί στο ύψος της ευθύνης του πρέπει να ασκήσει το δικαίωμα της πρωτοβουλίας που του ανήκει στην προεδρική εκλογή, πρωτίστως με το εξής κριτήριο: να μην ρίξει τα άγια τοις κυσίν.