Της Ελένης Κωστοπούλου
Δημοσιογράφος
Κατά τον Σίγκμουντ Φρόυντ, η ανθρώπινη συμπεριφορά εξαρτάται από τη λογική, τη μίμηση και την παρόρμηση, η οποία, επηρεάζεται από πολλούς απρόβλεπτους συναισηματικούς παράγοντες.
Στη ζωή μας, υπάρχουν, λύπες – χαρές, επιτυχίες – αποτυχίες, νίκες – ήττες και η διαχείριση της κάθε κατάστασης τελικά να εξαρτάται από τους τρεις αυτούς συντελεστές.
Αν πάρουμε και αναλύσουμε την διαχείριση της νίκης – ήττας σε συλλογικό ή προσωπικό επίπεδο, θα λέγαμε ότι, σε κάθε εποχή, ανεξάρτητα από το τεχνολογικό υπόβαθρο και τον πολιτισμό, ο άνθρωπος, έρχεται “αντίπαλος ” με άλλους ανθρώπους ή ομάδες, και αντιμετωπίζει την ήττα με το συναίσθημα της λύπης ή ακόμη και της απογοήτευσης.
Σε ένα δεύτερο στάδιο υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι, βάζοντας μπροστά τη λογική, μία ενδεχόμενη ήττα, τη βλέπουν ως μάθημα, για τη μη επανάληψη λαθών και με ένα για τη συνέχεια πιο δημιουργικό αποτέλεσμα.
Υπάρχει επίσης, μία μερίδα ανθρώπων που λόγω του υψηλού βαθμού σύνδεσης με το φιλικό, οικογενειακό περιβάλλον μιμούνται τη συμπεριφορά των οικείων προσώπων τους, διαχειριζόμενοι μία ήττα όπως αυτοί.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και σε τεκμηριωμένες έρευνες, δεν είναι δυνατό να προσδιορίσει κάποιος ποσοτικά, το πως σκέφτεται ένας άνθρωπος.
Πιθανόν, σε κάθε συμπεριφορά να παίζουν ρόλο και δημογραφικοί παράγοντες, όπως, φύλλο, ηλικία, τόπος διαμονής, καταγωγή και εισόδημα χωρίς όμως, να μας δίνονται τελικά πλήρεις πρακτικές απαντήσεις, για το θέμα που εξετάζουμε.
Συνεπώς καταλήγουμε στους βασικούς τρεις παράγοντες που μας επηρεάζουν ( λογική, μίμηση, συναίσθημα).
Το ερώτημα είναι, πως οι παράγοντες αυτοί, θα καταστούν, όσο το δυνατό περισσότερο ελεγχόμενοι, έτσι ώστε, η διαχείριση μίας ήττας – νίκης να μη δημιουργήσει προβλήματα σε αυτούς που την βιώνουν.
Σε ότι αφορά τη λογική σκέψη, είναι ασφαλώς και η ιδανική. Πως όμως μπορούμε να επέμβουμε ενισχύοντάς τη;
Η απάντηση βρίσκεται και πάλι στον Φρόυντ, ο οποίος, τονίζει με έμφαση ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ενός ανθρώπου, είναι, αυτοί που διαμορφώνουν τη λογική του, την οποία παγιώνουν.
Με τον τρόπο αυτό, γίνεται και η διαχείριση της μίμησης, όπου, αφού εντοπιστεί το άτομο που λειτουργεί με τη λογική, θα αποτελέσει οδηγό και για τους υπολοίπους.
Αν αυτό δε συμβεί τότε παρουσιάζονται “αστοχίες” και παθογόνες συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι, η περίπτωση που ένα σύνολο ανθρώπων μετατρέπεται σε μάζα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν φαινόμενα χουλιγκανισμού και άρρωστης αναρχίας.
Σε ότι αφορά, τέλος, το συναίσθημα για την παρόρμηση, όπως αναφέρθηκε πριν, είναι απρόβλεπτα και χρήζουν έρευνας κυρίως ποιοτικής.
Πάντως ήδη υπάρχουσες μελέτες, δείχνουν ότι, η παρόρμηση εξαρτάται από τα φυσικά χαρακτηριστικά του ατόμου, από τον τρόπο που μεγάλωσε στα πρώτα 5 έτη της ζωής του, από τα ερεθίσματα που δέχθηκε στο σχολείο, από το οικογενειακό του περιβάλλον και από τα ΜΜΕ.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι, το πεδίο της διαχείρισης αποτελεί έναν ανεξερεύνητο χώρο, όπου, επιστήμονες με τη συνεργασία και τη βοήθεια του κράτους, θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη βάση και να στηρίζουν ανθρώπους που χρειάζονται σωστή καθοδήγηση, ειδικά στην σημερινή εποχή της οικονομικής – πολιτιστικής – ηθικής – κρίσης.