Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς
Πηγή: εφημερίδα “Δημοκρατία”
Η ντροπιαστική για την Ελλάδα κατάληξη της ελληνοσκοπιανής αντιπαράθεσης τριών δεκαετιών για το όνομα της Μακεδονίας είναι βέβαιον ότι θα διδάσκεται ως λαμπρός διπλωματικός θρίαμβος μιας μικρής, ασταθούς και προβληματικής χώρας έναντι ενός αντικειμενικά μακράν ισχυρότερου αντιπάλου.
Η εξήγηση γι’ αυτόν τον θρίαμβο είναι, επίσης, βέβαιο ότι θα αναζητηθεί στο πολιτικό προσωπικό των δύο κρατών, στις εκατέρωθεν κυβερνήσεις· τις ελληνικές, που λίγο λίγο παραχωρούσαν εθνικά κεκτημένα και ξήλωναν κόκκινες γραμμές, και αυτές των Σκοπίων, αρχής γενομένης από εκείνη του μακαρίτη Γκλιγκόροφ, που με τρόπο θρασύ, αλλά μεθοδικό θεμελίωναν εθνικές αξιώσεις, παίζοντας ένα ιδιότυπο διπλωματικό σκάκι προκλήσεων και μετά… τάχα μου υποχωρήσεων.
Ο ιστορικός του μέλλοντος ασφαλώς και θα προτάξει τον ρόλο του Τσίπρα ως του μοιραίου ανθρώπου που έβαλε την υπογραφή στην ταφόπλακα των προσπαθειών για τη διάσωση της ιστορικής κληρονομιάς μας σε ό.τι αφορά τη Μακεδονία. Πιθανόν να τον αναδείξει και ως τον πρώτο εθνομηδενιστή Ελληνα πρωθυπουργό που άνοιξε συνειδητά την κερκόπορτα στις αλυτρωτικές επιδιώξεις των γειτόνων. Ομως ο ιστορικός του μέλλοντος δεν μπορεί να μην επισημάνει και τον ρόλο προηγούμενων κυβερνήσεων, που, ενώ είχαν την ευκαιρία να πιέσουν από θέση ισχύος τα Σκόπια για έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό, παρέδωσαν, επίσης συνειδητά, τα διπλωματικά όπλα και υπονόμευσαν την ελληνική διαπραγματευτική θέση.
Θεμελιώδες αξίωμα στη διεθνή διπλωματία είναι ότι τα προβλήματα αντιμετωπίζονται ευκολότερα εν τη γενέσει τους. Ετσι και η Ελλάδα είχε μοναδική ευκαιρία να κλείσει μονομιάς το Μακεδονικό πάνω στη δημιουργία του, δηλαδή τη στιγμή που προέκυψε η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Ηταν τέτοια η πρεμούρα των Γερμανών να αποσχίσουν την Κροατία και τη Σλοβενία, ώστε θα δέχονταν οποιαδήποτε ελληνική αξίωση για το όνομα των Σκοπίων, ακόμη και βαφτίσια ερήμην τους. Είναι ακριβές, επίσης, ότι η Ελλάδα επιχείρησε και ως έναν βαθμό πέτυχε να περάσει τη θέση της. Στο Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών της 16ης Δεκεμβρίου 1991 ο τότε υπουργός Εξωτερικών, έχοντας να παλέψει με ιερά τέρατα της ευρωπαϊκής διπλωματίας, όπως ο Ιταλός «Πάγκαλος» της εποχής Τζιάνι ντε Μικέλις και ο Γερμανός οδοστρωτήρας Κλάους Κίνκελ, δεν τα έκανε και τόσο… μούσκεμα, όπως μετά ισχυρίστηκε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προφανώς για να αποσείσει τις δικές του ευθύνες.
Τα ντοκουμέντα της εποχής αποδεικνύουν, αντίθετα, ότι ο Σαμαράς, έστω και δύσκολα, απέσπασε το μίνιμουμ των ελληνικών θέσεων με τους περίφημους «τρεις όρους», ο ένας εκ των οποίων υποχρέωνε την Ευρωπαϊκή Ενωση να μην αναγνωρίσει κράτος το όνομα του οποίου υποκρύπτει εδαφικές διεκδικήσεις. Ηταν επαρκής εκείνη η φωτογραφική διατύπωση και, παρότι δεν έχω καμία πρόθεση να «δικαιώσω» τον Σαμαρά για τη μετέπειτα πορεία του και ειδικότερα στην πρόσφατη περίοδο, οφείλουμε να σεβαστούμε την ιστορική αλήθεια.
Η Ελλάδα, λοιπόν, απέσπασε τότε το «μίνιμουμ», πίσω από το οποίο θα μπορούσε να οχυρωθεί τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να πιέσει τα Σκόπια. Τι συνέβη μετά είναι αδιευκρίνιστο. Φαίνεται ότι ο Κ. Μητσοτάκης θεώρησε ότι υπό το κράτος των ξένων παρεμβάσεων δεν θα μπορούσε να κρατήσει εκείνο το ανάχωμα και άρχισε σιγά σιγά να το υποσκάπτει με παράδοξες αναφορές περί «Μακεδονίας των Σκοπίων» και προσβλητικές θεωρίες περί εθνικής λήθης του ελληνικού λαού.
Η συνέχεια ήταν κωμικοτραγική. Ο Σαμαράς αποπέμφθηκε, αλλά οι πολιτικοί αρχηγοί με το μυαλό στο πολιτικό κόστος έσπευσαν να υιοθετήσουν επισήμως την άκαμπτη θέση του, ο Μητσοτάκης ξαναπήρε ευρωπαϊκή δέσμευση στο πορτογαλικό Γκιμαράες, αλλά την έχασε στην πορεία, και η Ελλάδα βρέθηκε ενώπιον βροχής αναγνωρίσεων των Σκοπίων από τρίτες χώρες, μεταξύ των οποίων και παγκόσμιες δυνάμεις.
Δύο φορές ξένοι μεσολαβητές, που τιμούσαν την αποστολή τους και δεν ήταν βρομιάρηδες σαν τον Νίμιτς (Πινέιρο, Βανς και Οουεν), πρότειναν στην ελληνική πλευρά έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό με το όνομα «Νοva Macedonia», που αν μη τι άλλο θα προσδιόριζε την εθνότητα ως «νεομακεδονική», ξεκαθαρίζοντας ότι δεν έχει σχέση με την αρχαία Μακεδονία. Οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις απέρριψαν το σχέδιο, τρέμοντας και πάλι το πολιτικό κόστος. Αλλά ούτε και μια επιθετική πολιτική, όπως αυτή του εμπάργκο που γονάτισε το γειτονικό κράτος, μπόρεσαν να υπηρετήσουν μέχρι τέλους.
Ετσι φτάσαμε στη δεύτερη πράξη του ξεπουλήματος με την επίσης κωμικοτραγική επινόηση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και της προσωρινής ονομασίας, που υπαγόρευσε έξω από τη ροζ βίλα του Ανδρέα ένας Αμερικανός διπλωμάτης. Η συνέχεια ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένη.
Στη συνέχεια, υπό την πίεση του ξένου παράγοντα, και άλλες ελληνικές κυβερνήσεις επιχείρησαν να κλείσουν την υπόθεση με επαίσχυντους συμβιβασμούς, ακόμη και χωρίς το erga omnes στην ονομασία (σ.σ.: ξέρει η κυρία Μπακογιάννη…). Δεν το τόλμησαν, όμως, και πάλι με το μυαλό στην πολιτική επιβίωσή τους.
Μόνον ο Τσίπρας βρέθηκε να προχωρήσει στην τρίτη και τελευταία πράξη της συνθηκολόγησης που είδαμε προχθές. Ξέρετε γιατί; Οχι γιατί δεν λογαριάζει το πολιτικό κόστος, αλλά γιατί ως εθνομηδενιστής έχει την πλάνη ότι αυτό δεν θα υπάρξει. Θεωρεί τις πατριωτικές ευαισθησίες του λαού κουσούρι μιας ακροδεξιάς μειοψηφίας που δεν τον αφορά. Α, ρε, κούνια που τον κούναγε…