Γράφει η Ντόρα Μπακογιάννη
Πηγή: capital.gr
Η ελληνική οικονομία πορεύεται στα δύσβατα μονοπάτια των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών με πολλά ανοιχτά ζητήματα. Η τυπική ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας (Μνημόνιο ΙΙΙ), αν και διασφαλίζει τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα (έως το 2032) τη βιωσιμότητα της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, δεν συνοδεύεται από την αποκατάσταση της αναγκαίας εμπιστοσύνης που θα καθιστούσε εφικτή την πρόσβαση στις αγορές με ανεκτά επιτόκια δανεισμού.
Στον πυρήνα αυτού του προβλήματος βρίσκεται το υψηλό πολιτικό και οικονομικό ρίσκο που εξακολουθεί να συνοδεύει την ελληνική οικονομία, συνέπεια της αυξημένης αναξιοπιστίας της κυβερνητικής πολιτικής των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε κάθε πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης αντανακλάται στο καθεστώς αυξημένης εποπτείας των δημόσιων οικονομικών της χώρας από τους “θεσμούς”, τόσο με τη στενή επιτήρησή τους όσο και με την υποχρέωση της διατήρησης υψηλών (και αντιαναπτυξιακών) πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% μέχρι το 2022 και μεσοσταθμικά 2,2% έως το 2060).
Εγκλωβισμένη στην παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης, μια κατάσταση όπου οι φόροι αυξάνονται διαρκώς και το χρέος παραμένει αμείωτο, η ελληνική οικονομία αδυνατεί να επιτύχει υψηλούς και σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα επιτρέψουν την ανάκτηση της ευημερίας που απωλέσαμε στα χρόνια της κρίσης. Οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης (το 2017 ήταν οι μικρότεροι στην Ευρωζώνη) υπογραμμίζουν τις διαφορετικές αναπτυξιακές τροχιές που ακολουθεί η χώρα μας συγκριτικά με τις χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως η Πορτογαλία και η Κύπρος. Μόλις πρόσφατα το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ δημοσίευσε την ετήσια Παγκόσμια Έκθεση Ανταγωνιστικότητας για το 2018, όπου η οικονομία μας υποχωρεί ακόμα τέσσερις θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη και βρίσκεται πίσω από κράτη όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία, ο Μαυρίκιος, οι Φιλιππίνες, το Ομάν και το Μπαχρέιν, με τις κυριότερες υστερήσεις να καταγράφονται στην ποιότητα των θεσμών, τη γραφειοκρατική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και τη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση της εργασίας.
Οι στενόχωρες εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στηρίζονται –και ορθά– στις σημερινές επιδόσεις της οικονομίας. Δεν φαίνεται, όμως, να συνεκτιμούν τις επιπτώσεις μιας κυβερνητικής αλλαγής που συνήθως συνοδεύει κάθε σημαντική αναπτυξιακή επιτάχυνση. Η Νέα Δημοκρατία είναι έτοιμη να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας που θα αποκαταστήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα την εμπιστοσύνη των αγορών, των επενδυτών και των καταναλωτών. Κύριοι άξονες του σχεδίου μας για τη δυναμική ανάταξη της οικονομίας είναι:
– Η βελτίωση των όρων χρηματοδότησης της οικονομίας και του επενδυτικού περιβάλλοντος και η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και εργαζομένων.
– Οι θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της καινοτομικής και εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας και η εφαρμογή κατάλληλων κλαδικών πολιτικών.
– Η αξιοποίηση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία με την εφαρμογή των κατάλληλων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
Σε πείσμα των χαμηλών προσδοκιών που καλλιέργησε στα προηγούμενα χρόνια η μεταρρυθμιστική άπνοια της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι πεποίθησή μου ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα αναπτυξιακό θαύμα.