ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΜΕ ΤΙΤΛΟ
«ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
VERSUS
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»
Λευκωσία, 16.10.2018
Εισαγωγή
Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά αλλά και τιμή μετέχοντας σ’ αυτό το Συνέδριο, που οργανώνει η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η οποία, με την υποδειγματική λειτουργία της όλα αυτά τα χρόνια, κατά τα οποία η μαρτυρική Κύπρος χειμάζεται από την συνεχιζόμενη τουρκική εισβολή και κατοχή -που συνιστά πραγματικό όνειδος για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και για την Διεθνή Κοινότητα- αποδεικνύει πόσο συνεπής παραμένει στον αγώνα υπεράσπισης της Δημοκρατικής Αρχής και των Δημοκρατικών Ιδεωδών εν γένει, αλλά και πόσο επαξίως εκφράζει και εκπροσωπεί τον Κυπριακό Λαό και την Κυπριακή Δημοκρατία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.
I. Μεταξύ Άμεσης Δημοκρατίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Σπεύδω να διευκρινίσω ότι το ίδιο το θέμα του Συνεδρίου σας, αναδεικνύει την επικέντρωση του ενδιαφέροντός του στην αποτελεσματική λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι τόσον η Προεδρική Δημοκρατία όσο και η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ως μορφές πολιτειακής οργάνωσης και διακυβέρνησης, εξελίσσονται, θεσμικώς αλλά και πολιτικώς, στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Κατά τούτο λοιπόν θεωρώ προκαταρκτικώς απαραίτητο να εκτεθεί, έστω και σε γενικές γραμμές, ποια είναι η πεμπτουσία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και γιατί -όπως η πορεία εξέλιξης της δημοκρατικής διακυβέρνησης, σε όλο τον Κόσμο, αποδεικνύει- η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχει, και δικαίως, πλήρως επικρατήσει σε σχέση με το πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης, το οποίο εκπροσωπεί η αμιγής Άμεση Δημοκρατία.
Α. Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης, το οποίο οργανώνει, μέσω εκλεγμένων από τον Λαό, στο πλαίσιο του θεσμικώς οργανωμένου πολυκομματισμού, εκπροσώπων την, lato sensu, πολιτική διακυβέρνηση, πρωτίστως και κυρίως σ’ επίπεδο Νομοθετικής και Εκτελεστικής εξουσίας, βεβαίως με την ιδιομορφία εκπροσώπησης που συνεπάγεται η συγκεκριμένη ιδιοσυστασία καθεμιάς τους.
1. Και εδώ έρχεται στην επιφάνεια, ακριβώς μέσω της έννοιας της εκλογής των εκπροσώπων του Λαού κατά την λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η κορυφαία σημασία της Πολιτικής Ελευθερίας και των επιμέρους δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, αφενός ως θεσμικού διαύλου λαϊκής συμμετοχής κατά την οργάνωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης και, αφετέρου και συνακόλουθα, ως «όπλου» ελέγχου της κρατικής εξουσίας από την, οιονεί έμφυτη, τάση της προς καταπίεση των πολιτών.
2. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί βασίμως ότι η Πολιτική Ελευθερία, υπό την προμνημονευόμενη εκδοχή της, συνθέτει μια πραγματική «μήτρα» εξειδικευμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης και όλων των λοιπών Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μέσω των οποίων ο Άνθρωπος υπερασπίζεται την αξία του και αναπτύσσει ελευθέρως την προσωπικότητά του. Αλλά και, αντιθέτως, στο πλαίσιο ενός είδους διαλεκτικής σύνθεσης, επίσης βασίμως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, πρωτίστως κατά την κοινοβουλευτική της διάσταση, «γεννήθηκε» ως θεσμικό και πολιτικό δημιούργημα, προορισμένο να υπηρετήσει την ιδέα και την έννοια των απαράγραπτων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αυτά προϋπήρχαν «εν σπέρματι» στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, ακόμη και πριν την επίσημη θεσμοθέτησή τους. Θεσμοθέτηση που κατέστη εφικτή κυρίως μετά την κανονιστική εμπέδωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Β. Αν προηγουμένως διευκρίνισα ότι, όταν σήμερα μιλάμε για πραγματική δημοκρατική διακυβέρνηση, έχουμε ως γενικό σημείο αναφοράς την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, είναι διότι η γενικευμένη προσφυγή στους θεσμούς της Άμεσης Δημοκρατίας εμφανίζεται -χωρίς πειστικά επιχειρήματα απόδειξης του εναντίου- και παρωχημένη ιστορικώς αλλά και περιφανώς μειονεκτική σε σύγκριση με τα εμφανή πλεονεκτήματα της έμμεσης δημοκρατικής διακυβέρνησης. Ειδικότερα:
1. Πρώτον, το μέγεθος των Κρατών, ιδίως από πλευράς αριθμού ενεργών πολιτών, καθιστά την εφαρμογή θεσμών Άμεσης Δημοκρατίας από εξαιρετικά δυσχερή ως ανέφικτη.
α) Με την έννοια ότι, εξαιτίας αυτής της πληθυσμιακής ιδιομορφίας, η λήψη αποφάσεων –κυρίως δε μέσα σε συνθήκες κρίσης και επείγοντος- αγγίζει τα όρια της ουτοπίας και, ακόμη περισσότερο, της υποδόριας επικινδυνότητας ως προς την εξυπηρέτηση του Εθνικού και του Δημόσιου Συμφέροντος: Η λήψη αποφάσεων υπό όρους Άμεσης Δημοκρατίας -π.χ. δημοψηφίσματος- ειδικώς ως προς ιδιαιτέρως κρίσιμα τεχνικά και εξειδικευμένα ζητήματα, εγκυμονεί συγκεκριμένους κινδύνους για τους κρατικούς θεσμούς και το κοινωνικό σύνολο και τροφοδοτεί ρεύματα υφέρποντος λαϊκισμού.
β) Ενδεικτικό αλλά και αντιπροσωπευτικό είναι το παράδειγμα δημοψηφισμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται από εκείνους που τα προκηρύσσουν όχι τόσο για την γνήσια έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας όπως επί ενός, μείζονος σημασίας, θέματος αλλά, περισσότερο, για την περιβολή, υπό δημαγωγικούς όρους, μιας προειλημμένης απόφασης με τον θεσμικό και πολιτικό «μανδύα» της, δήθεν, ευρείας δημοκρατικής της νομιμοποίησης και, επέκεινα, αποδοχής. Και είναι αυτή η τακτική που μετατρέπει το δημοκρατικώς άψογο referendum σε υπονομευτικό, ορισμένες φορές, για τους δημοκρατικούς θεσμούς plebiscitum.
2. Και, δεύτερον, ποιοτικώς –με την έννοια της «ποιότητας» ν’ αφορά την δυνατότητα ενός πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης για ουσιαστική εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και του προς την ωφέλειά του οργανωμένου θεσμικώς Δημόσιου Συμφέροντος- η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπερέχει, στην πράξη, αναμφιβόλως της Άμεσης Δημοκρατίας, με μείζον κριτήριο την εμπέδωση του Δημοκρατικού Ιδεώδους και της θεμελιώδους παραμέτρου του, της Αρχής της Δημοκρατικής Νομιμοποίησης υπό την σύγχρονη έννοιά της. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το «δόγμα» της Άμεσης Δημοκρατίας και τις επιπτώσεις της πρακτικής εφαρμογής του, η «καθετοποίηση» που προκαλεί η όλη λειτουργία του:
α) Από την μια πλευρά αποκλείει, κατά τη λήψη της απόφασης υπό συνθήκες άμεσης προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία, οιαδήποτε έννοια αποτελεσματικής μειοψηφίας. Επέκεινα, εκείνος που «δικαιώνεται» εκλογικώς επικρατεί «ολοκληρωτικώς». Κατά συνέπεια, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία εμφανίζει, έναντι της Άμεσης Δημοκρατίας, ως βασικό πλεονέκτημα το ότι επιτρέπει, και δη υπό όρους θεσμικούς και πολιτικούς, την λειτουργία της μειοψηφίας, πράγμα που εξυπηρετεί αποδοτικώς και ex ante τις επιταγές της Δημοκρατικής Αρχής.
β) Από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία πλεονεκτεί, με βάση την ουσία του Δημοκρατικού Ιδεώδους, εμφανώς έναντι της Άμεσης Δημοκρατίας, αφού μέσω των δικαιωμάτων της μειοψηφίας που αναγνωρίζει και οργανώνει καθιστά εφικτό τον έλεγχο της πλειοψηφίας, άρα την ρεαλιστική υπεράσπιση του Ανθρώπου απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Με άλλες λέξεις, η υπεροχή της Αντιπροσωπευτικής έναντι της Άμεσης Δημοκρατίας έγκειται, κατά βάση, και στο ότι η πρώτη στηρίζεται στην ευεργετική λειτουργία των «θεσμικών αντιβάρων» (“Checks and Balances”).
γ) Πέραν τούτων, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία διασφαλίζει, εκ των πραγμάτων, μεγαλύτερη ανεξαρτησία στους εκλεγμένους εκπροσώπους του Λαού σε σχέση με τους οιασδήποτε μορφής αντίστοιχους εκπροσώπους που μπορεί ν’ ανεχθεί, φυσικά in extremis, η Άμεση Δημοκρατία. Τούτο οφείλεται στο ότι εντός του πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας οι εκπρόσωποι του Λαού εκλέγονται για ορισμένη θητεία, στην διάρκεια της οποίας θωρακίζονται, κατά γενικό κανόνα, με την ελευθερία γνώμης και ψήφου στο πεδίο άσκησης των καθηκόντων τους («αντιπροσωπευτική εντολή»). Όλως αντιθέτως, στο πλαίσιο της Άμεσης Δημοκρατίας, ακόμη και αν μπορεί ν’ ανιχνευθεί θεσμός εκλογής εκπροσώπων, αυτός είναι, και πάλι κατά γενικό κανόνα, εκ φύσεως συνδεδεμένος με το σύστημα της «επιτακτικής εντολής», ήτοι το σύστημα που δίνει στον εκλογέα την δυνατότητα ελεύθερης ανάκλησης των προσώπων, τα οποία εκλέγει. Όμως το σύστημα τούτο, όπως είναι προφανές, καθιστά, ενδεχομένως, τον εκλεγμένο εκπρόσωπο έρμαιο ανεξέλεγκτων ή και αυθαίρετων πιέσεων, που εκπορεύονται κυρίως από το ορισμένες πτυχές του οικείου Εκλογικού Σώματος.
II. Θεσμική και πολιτική σύγκριση της Προεδρικής Δημοκρατίας με την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, οιαδήποτε σύγκριση της Προεδρικής Δημοκρατίας με την Πρoεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία προϋποθέτει, αυτονοήτως, την επεξήγηση του ποια είναι τα βασικά -θεσμικά και πολιτικά αντιστοίχως- χαρακτηριστικά καθεμιάς τους.
Α. Μολονότι δεν αγνοώ την πασίγνωστη ρήση «omnis definitio periculosa est» θα πρότεινα, για τις ανάγκες του Συνεδρίου αυτού, τους εξής ορισμούς αναφορικά με το ως άνω ζήτημα διάκρισης μεταξύ συστημάτων πολιτειακής οργάνωσης και δημοκρατικής διακυβέρνησης.
1. Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα πολιτικής οργάνωσης και δημοκρατικής διακυβέρνησης, στο πλαίσιο του οποίου η Κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ήτοι του οργάνου το οποίο εκφράζει, λόγω του τρόπου εκλογής του πρωτίστως, οιονεί αυθεντικώς την εφαρμογή της Δημοκρατικής Αρχής στην πράξη. Η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία -άρα το Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα γενικότερα- μπορεί να εμφανίζεται υπό δύο, κατά βάση, μορφές, ανάλογα με τον βαθμό εξάρτησης της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ειδικότερα:
α) Η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία χαρακτηρίζεται ως γνησίως κοινοβουλευτική, όταν η Κυβέρνηση εξαρτάται πλήρως και αποκλειστικώς από την εμπιστοσύνη της Βουλής.
β) Αντιθέτως, η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία χαρακτηρίζεται ως μη γνησίως κοινοβουλευτική, όταν η Κυβέρνηση εξαρτάται μεν κατ’ αρχήν και κατά κανόνα από την Βουλή, πλην όμως υφίστανται, κατά το οικείο Σύνταγμα, στοιχεία άμεσης ή και έμμεσης εξάρτησής της από τον Αρχηγό του Κράτους.
2. Προεδρική Δημοκρατία δε είναι εκείνο το σύστημα πολιτικής οργάνωσης και δημοκρατικής διακυβέρνησης, στο πλαίσιο του οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως Αρχηγός του Κράτους, συγκροτεί μόνος την Κυβέρνηση. Κατά λογική ακολουθία, στην Προεδρική Δημοκρατία η εξάρτηση της Κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι πλήρης και, e contrario, τόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και η Κυβέρνηση δεν εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αλλά και αντιστρόφως: Στην γνήσια Προεδρική Δημοκρατία η Βουλή ουδόλως εξαρτάται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την έννοια ότι ο τελευταίος π.χ. δεν μπορεί ούτε να διαλύσει την Βουλή ούτε καν ν’ αναστείλει τις εργασίες της. Κατά τούτο, την Προεδρική Δημοκρατία χαρακτηρίζει μια σαφής -αν και όχι απόλυτη de jure και de facto- ανεξαρτησία μεταξύ Νομοθετικής και Εκτελεστικής Εξουσίας.
Β. Επιχειρώντας, συντόμως, μια σύγκριση -με όση, βεβαίως, σχετικότητα ενέχουν τέτοιου είδους συγκρίσεις θεσμικών και πολιτικών δεδομένων- μεταξύ Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και Προεδρικής Δημοκρατίας, ως προς τα πλεονεκτήματα καθενός συστήματος αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, πάντοτε προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης του Δημόσιου Συμφέροντος υπό τους όρους του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, είναι θεσμικώς και πολιτικώς δυνατό να παρατηρηθούν τα εξής:
1. Η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, όπως προκύπτει από την θεσμική και πολιτική της ιδιοσυστασία, ναι μεν φαίνεται να «υστερεί», ενδεχομένως, σ’ επίπεδο κυβερνητικής σταθερότητας και ταχύτητας λήψης κυβερνητικών αποφάσεων -ιδίως όταν λειτουργεί στο πλαίσιο διακυβέρνησης υπό όρους συνασπισμού Πολιτικών Κομμάτων- πλην όμως υπερτερεί, εμφανώς, στους εξής τομείς:
α) Πρώτον, στον τομέα του σεβασμού της Δημοκρατικής Αρχής κατά την άσκηση της Εκτελεστικής Εξουσίας. Και τούτο διότι η τελευταία, κατά την λειτουργία της, εξαρτάται από την Βουλή η οποία, όπως ήδη εκτέθηκε, συνιστά όργανο με ευρεία και γνήσια δημοκρατική νομιμοποίηση.
β) Δεύτερον -και συνακόλουθα- στον τομέα της πληρέστερης ανταπόκρισης στις απαιτήσεις των δημοκρατικών εγγυήσεων των «θεσμικών αντιβάρων», κατ’ εξοχήν διότι η Κυβέρνηση τελεί υπό διαρκή Κοινοβουλευτικό Έλεγχο, υφ’ όλες τις μορφές που αυτός εμφανίζεται στην πράξη κατά το in concreto Σύνταγμα και τους εκτελεστικούς του νόμους.
γ) Τέλος, τρίτον, τα ως άνω δεδομένα αναδεικνύουν και το ότι, από την ίδια της την φύση, η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ευνοεί την συνεννόηση μεταξύ διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων που επωμίζονται την τρέχουσα διακυβέρνηση, συμβάλλοντας έτσι -βεβαίως κατά κανόνα- στην επικράτηση σχετικώς ήπιου πολιτικού κλίματος.
2. Η Προεδρική Δημοκρατία, και πάλι όπως προκύπτει από την θεσμική και πολιτική της ιδιοσυστασία, ναι μεν φαίνεται να «υστερεί» σ’ επίπεδο δημοκρατικής νομιμοποίησης της Εκτελεστικής Εξουσίας -πολλώ μάλλον όταν καταλήγει να λειτουργεί, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις που όμως σήμερα δυστυχώς πολλαπλασιάζονται, ως «ενός ανδρός αρχή», ήτοι του Προέδρου της Δημοκρατίας- πλην όμως υπερτερεί, εμφανώς, στους εξής τομείς:
α) Πρώτον, στον τομέα της κυβερνητικής σταθερότητας. Ιδίως δε στον τομέα της εξάντλησης της θητείας των Κυβερνήσεων, δοθέντος ότι στην Προεδρική Δημοκρατία δεν υφίσταται ζήτημα πρόωρης απώλειας της εμπιστοσύνης της Βουλής και, επέκεινα, πρόωρης πτώσης της Κυβέρνησης.
β) Δεύτερον -και συνακόλουθα- στον τομέα του πιο αποτελεσματικού προγραμματισμού του κυβερνητικού έργου και στην εντεύθεν ταχύτερη λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων για την εφαρμογή του κατά τ’ ανωτέρω προγραμματισμού. Κάτι το οποίο δεν μπορεί να θωρηθεί αμελητέο, κυρίως υπό τις σημερινές συνθήκες διακυβέρνησης, όταν οι «πρωτεϊκές μεταβολές» και οι «οβιδιακές μεταμορφώσεις» του διεθνούς γίγνεσθαι εν γένει επιβάλλουν την ετοιμότητα και την επέκεινα αμεσότητα αντίδρασης πρωτίστως της Εκτελεστικής Εξουσίας.
γ) Τέλος, τρίτον, τα ως άνω δεδομένα αναδεικνύουν και το ότι ο τρόπος λειτουργίας της Προεδρικής Δημοκρατίας μπορεί ν’ αποτρέψει αρνητικά φαινόμενα στείρου κομματικού νεποτισμού. Κάτι το οποίο επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο όταν πρόκειται για πολιτικά συστήματα, στα οποία τα Πολιτικά Κόμματα δρουν στην πράξη δίχως τις απαραίτητες εγγυήσεις γνήσιας εσωκομματικής δημοκρατικής οργάνωσης και εξίσου γνήσιας αξιοκρατικής επιλογής και ανάδειξης ιδίως των ηγετικών στελεχών τους.
III. Αναζητώντας το «βέλτιστο» πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης: Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ή Προεδρική Δημοκρατία;
Η ανάλυση που προηγήθηκε θεωρώ ότι εξηγεί το γιατί η αναζήτηση ενός αντικειμενικώς και αδιαμφισβητήτως «βέλτιστου» πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης, με άλλες λέξεις ενός είδους «καθαρής» επιλογής μεταξύ Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και Προεδρικής Δημοκρατίας, πρέπει μάλλον να θεωρείται από προβληματική έως σχεδόν ουτοπική:
Α. Τούτο οφείλεται στο ότι -όπως η ίδια η ιστορία της διακυβέρνησης των Λαών, από τότε που εφαρμόζονται πραγματικώς δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης, αποδεικνύει- η υπεροχή ενός Πολιτεύματος έναντι άλλου δεν εξαρτάται τόσο από τα γενικά και αφηρημένα, θεσμικά και πολιτικά, χαρακτηριστικά του, όσο από το πόσο αυτά προσιδιάζουν στον πολιτικό ψυχισμό και στην αντίστοιχη πολιτική νοοτροπία ενός κοινωνικού συνόλου, δηλαδή του Λαού, επί του οποίου το Πολίτευμα τούτο εφαρμόζεται. Μεγάλη επιρροή, προς την ίδια κατεύθυνση, ασκεί και η πολιτειακή -θεσμική και πολιτική- παράδοση, η οποία έχει μακροχρονίως διαμορφωθεί σε κάθε Κράτος και σε κάθε Λαό, κατά την εφαρμογή του ενός ή του άλλου Πολιτεύματος.
Β. Τα παραδείγματα, σε διεθνές επίπεδο αλλά και σε ό,τι αφορά τις δύο Χώρες μας, «βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές» ως προς το προαναφερόμενο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα:
1. Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι Κράτη, τα οποία από την γέννησή τους οργανώθηκαν και λειτούργησαν πολιτειακώς υπό καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατικής παράδοσης, επειδή αυτή υπήρξε η αρχική επιλογή τους λόγω συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, θα ήταν δύσκολο, ως αδύνατο, να κυβερνηθούν αποτελεσματικώς -φυσικά πάντα υπό όρους δημοκρατικής διακυβέρνησης- υιοθετώντας στην πορεία θεσμούς αμιγώς Προεδρικής Δημοκρατίας. Τούτο ισχύει κυρίως για Κράτη, τα οποία στα «πρώτα βήματά» τους υπέστησαν τα δεινά της «ελέω θεού μοναρχίας» και κατέκτησαν την κοινοβουλευτική τους διακυβέρνηση με μεγάλους αγώνες και, αντιστοίχως, με μεγάλες θυσίες.
α) Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι άκρως αντιπροσωπευτικό «δείγμα γραφής» αυτής της, οιονεί φυσικής, διαχρονικής προσήλωσης στις αρχές του Πολιτεύματος της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας, του 1975, όχι μόνο καθιερώνει -πράγμα βεβαίως αυτονόητο- συνταγματικώς τις βάσεις και την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Αλλά και, επιπλέον, κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 1, που θεσπίζουν τους κανόνες αναθεώρησής του, οι ως άνω διατάξεις αναφορικά με την βάση και την μορφή του Πολιτεύματος χαρακτηρίζονται ως μη αναθεωρητέες. Αυτός είναι, επίσης, ο λόγος για τον οποίο στις κατά καιρούς συζητήσεις περί αναθεώρησης του Ελληνικού Συντάγματος η μεγάλη πλειοψηφία, σε πολιτικό αλλά και επιστημονικό επίπεδο, θεωρεί πως θα ήταν προτιμότερο -και δικαίως- να μην υιοθετηθεί η ιδέα της απευθείας από τον Λαό εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, και μάλιστα με ιδιαιτέρως ενισχυμένες αρμοδιότητες, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε, ενδεχομένως, σε μια συνταγματικώς προβληματική στροφή του Πολιτεύματος προς την κατεύθυνση της Προεδρικής Δημοκρατίας. Επιπλέον δε θα κατέληγε, οιονεί νομοτελειακώς, σ’ ένα είδος θεσμικής και πολιτικής «δυαρχίας» στην κορυφή της Εκτελεστικής Εξουσίας, η οποία έρχεται σε αντίθεση προς την κοινοβουλευτική παράδοση και λειτουργία του Ελληνικού Πολιτεύματος. Πέραν δε τούτου η πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας μπορεί ν’ αναδείξει άκρως δυσάρεστες -ακόμη και εθνικώς- εμπειρίες στο παρελθόν, λόγω συγκρούσεων στην κορυφή της Εκτελεστικής Εξουσίας.
β) Εξίσου αντιπροσωπευτικό της κατά τ’ ανωτέρω προσήλωσης -σε γενικές βεβαίως γραμμές- στις αρχές του Κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος είναι και το παράδειγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ειδικότερα η Γαλλία, μετά την Επανάσταση του 1789, εφάρμοσε, σχεδόν πάντα, τις αρχές του Κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος ως προς την κρατική της οργάνωση. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν, υπό την άκρως δυσμενή συγκυρία κυβερνητικής και πολιτικής αστάθειας της Δ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας (1946-1958), ο Στρατηγός Ντε Γκωλ ανέλαβε τα ηνία της Γαλλίας ως Πρόεδρος και στην συνέχεια επέφερε -και δη υπό όρους δημοψηφίσματος, που ήταν ευθέως αντίθετοι προς τις προβλέψεις του Συντάγματος περί αναθεώρησής του- τις αλλαγές, οι οποίες οδήγησαν, από το 1958 και ύστερα, στην τωρινή θεσμική και πολιτική μορφή της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, και πάλι τα ίχνη του κοινοβουλευτισμού παρέμειναν και παραμένουν, ως σήμερα, ορατά: Το Πολίτευμα της Γαλλίας, κατά το ισχύον Σύνταγμά της, δεν κατέστη αμιγώς Προεδρικό. Η Γαλλία εφαρμόζει ένα υβριδικό σύστημα Ημιπροεδρικής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του οποίου οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί είναι υπαρκτοί -έστω και ουσιωδώς σχετικοποιημένοι- τόσο σ’ επίπεδο εξάρτησης της Κυβέρνησης από την, όποια, εμπιστοσύνη των Αντιπροσωπευτικών Σωμάτων όσο και σ’ επίπεδο κυβερνητικού ελέγχου, υφ’ όλες του τις εκφάνσεις.
2. Και αντιστρόφως. Αποτελεί εξίσου γεγονός αναμφισβήτητο ότι Κράτη, τα οποία από τη γέννησή τους οργανώθηκαν και λειτουργούν πολιτειακώς υπό καθεστώς προεδρικής δημοκρατικής παράδοσης, επειδή αυτή υπήρξε η αρχική επιλογή τους λόγω συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων, θα ήταν δύσκολο, ως αδύνατο, να κυβερνηθούν αποτελεσματικώς -φυσικά πάντοτε υπό όρους δημοκρατικής διακυβέρνησης- υιοθετώντας στην πορεία θεσμούς αμιγώς Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
α) Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, εκείνο το οποίο ανέδειξε, σ’ όλη την θεσμική και πολιτική της έκταση, την ιδιοσυστασία του συστήματος της Προεδρικής Δημοκρατίας, αρκεί για να τεκμηριώσει, οιονεί αμαχήτως, το προμνημονευόμενο συμπέρασμα: Πέραν των σχετικών συνταγματικών εμποδίων -ιδίως με βάση τις διατάξεις του Συντάγματος των ΗΠΑ για την εκλογή Προέδρου- για τον μέσο Αμερικανό θα ήταν αδιανόητο να σκεφθεί την διακυβέρνησή του υπό όρους Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Πολλώ μάλλον όταν, στην θεσμική και πολιτική του «συνείδηση», οι όποιες ελλείψεις του συστήματος διακυβέρνησης των ΗΠΑ, που αφορούν την απουσία κοινοβουλευτικών ελεγκτικών εγγυήσεων, αντισταθμίζονται, και μάλιστα επαρκώς, από τις συνταγματικές ρυθμίσεις, οι οποίες οργανώνουν τις ισχυρές εγγυήσεις των «θεσμικών αντιβάρων» («Checks and Balances»).
β) Αλλά και το παράδειγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπολείπεται, κάθε άλλο, ως προς την απόδειξη του ότι το «ιδανικό» -όσο αυτό μπορεί να υπάρξει- Πολίτευμα εξαρτάται ουσιωδώς από τις συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης, που ανταποκρίνονται στο «κοινό αίσθημα» κάθε Λαού. Θα ήταν θεμιτό μάλιστα να ισχυρισθεί κανείς ότι το παράδειγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ακόμη πιο ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση, αν αναλογισθεί ότι η Κύπρος θα μπορούσε να έχει επηρεασθεί -λόγω των συνθηκών αποικιοκρατίας, υπό τις οποίες έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα- από την Μεγάλη Βρετανία, την «κοιτίδα» αλλά και το «λίκνο» του Κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος και των αντίστοιχων κοινοβουλευτικών θεσμών. Για την Κυπριακή Δημοκρατία, και δη υπό περιστάσεις που καθορίζουν την επιβίωσή της, κυριολεκτικώς, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, υπό τα δεινά της τουρκικής εισβολής και κατοχής, η αμφισβήτηση της θεσμικής και πολιτικής υπεροχής της Προεδρικής Δημοκρατίας είναι, μάλλον, αδιανόητη. Και τούτο διότι, υπό αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, η αρμονική συνύπαρξη της Βουλής των Αντιπροσώπων με την Εκτελεστική Εξουσία, η οποία έχει ως επικεφαλής τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι δεδομένη για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος, και κατ’ εξοχήν για την επίλυση του Κυπριακού, υπό όρους πλήρους σεβασμού του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Επίλογος
Εν είδει επιλόγου, προτείνω την υιοθέτηση του ακόλουθου συμπεράσματος, ως προς τη σύγκριση μεταξύ Προεδρικής Δημοκρατίας και Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, κατά το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα του Συνεδρίου που οργάνωσε η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας: Δεν υφίσταται σύστημα οργάνωσης της μορφής του Πολιτεύματος, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα που πρέπει να υιοθετήσει, ως «ιδανικό», κάθε Λαός και κάθε Κράτος. Όλως αντιθέτως, όταν μιλάμε για ένα «ιδανικό» σύστημα πολιτειακής οργάνωσης, πριν απ’ όλα πρέπει να σκεφτόμαστε για ποιον Λαό αυτό προορίζεται, σύμφωνα με την ιδιοσυστασία του και την παράδοσή του. Καθώς επίσης και σε ποια ιστορική συγκυρία το σύστημα τούτο εφαρμόζεται, όπως αυτή διαμορφώνεται στην πορεία εξυπηρέτησης του Εθνικού και του Δημόσιου Συμφέροντος κάθε Λαού.