Χαιρετισμός Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων
κ. Νικόλαου Βούτση
στο Συνέδριο
«Προεδρική Δημοκρατία versus Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας»
(Λευκωσία, Συνεδριακό Κέντρο «Φιλοξενία», 16 Οκτωβρίου 2018)
Κύριε Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας,
Κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,
Κύριε Πρόεδρε της Βουλής των Αντιπροσώπων,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Κυρίες και κύριοι,
Σας καλωσορίζω και εγώ με τη σειρά μου στο συνέδριο που συνδιοργανώνουν η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, με θέμα «Προεδρική Δημοκρατία versus Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».
Η συνδιοργάνωση του συνεδρίου εντάσσεται και ενσαρκώνει τη στενή συνεργασία των δύο κοινοβουλίων, τόσο στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διπλωματίας, όσο και άλλων εκδηλώσεων και συνεργειών. Δεν θα μπορούσα στο σημείο αυτό να μην αναφερθώ στην επικείμενη έκδοση και κυκλοφορία τεσσάρων τόμων του «Φακέλου της Κύπρου» με αυθεντικά ντοκουμέντα που συγκεντρώθηκαν από την εξεταστική επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων την περίοδο 1986-1988.
Το θέμα του παρόντος συνεδρίου «Προεδρική Δημοκρατία και Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κλασικό, από την άποψη ότι η πραγμάτευσή του δεν μπορεί παρά να εκκινεί από τη μελέτη και ανάλυση της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, της ιστορίας του συνταγματισμού, του κοινοβουλευτισμού και της καθιέρωσης της δημοκρατικής αρχής.
Αποτελεί νομίζω κοινό τόπο ότι ο θεσμός του αρχηγού του Κράτους έλκει την καταγωγή του από τα μοναρχικά πολιτεύματα του παρελθόντος. Η ιστορική εξέλιξη προς το σύγχρονο συνταγματικό κράτος, τόσο στη χώρα μας όσο και αλλού, συντελείται παράλληλα με τη σταδιακή αποδυνάμωση των εξουσιών του κληρονομικού άρχοντα.
Η καθιέρωση στην Ελλάδα της μορφής του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας από το Σύνταγμα του 1975 δεν μπορεί παρά να ερμηνεύεται υπό αυτό το ιστορικό πρίσμα. Είναι ακόμη τραυματικές στο συλλογικό μας υποσυνείδητο οι βασιλικές παρεμβάσεις–εκτροπές που διατρέχουν όλη τη σύγχρονη ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία, όπως ο εθνικός διχασμός και τα γεγονότα του 1915, αλλά και τα γεγονότα του 1965 που οδήγησαν στη λεγόμενη αποστασία.
Με νωπές ακόμη αυτές τις συλλογικές μνήμες οδηγηθήκαμε και στην αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος το 1986, οπότε και καταργήθηκαν οι αυξημένες αρμοδιότητες ή αλλιώς «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρότι βέβαια αυτές δεν είχαν ασκηθεί ποτέ. Έτσι λοιπόν αφήσαμε στο παρελθόν τον δικεφαλισμό και καθιερώθηκε στην Ελλάδα μονιστικό σύστημα με επίκεντρο τον Πρωθυπουργό ή αλλιώς το λεγόμενο «πρωθυπουργοκεντρικό» μοντέλο.
Εδώ ακριβώς είναι που η θεματική του σημερινού μας συνεδρίου απαγκιστρώνεται από την ιστορική ανάλυση και τοποθετείται στο σήμερα. Το ερώτημα «πού σταματούν ή πού πρέπει να σταματούν οι εξουσίες του Πρωθυπουργού στην Ελλάδα ή του Προέδρου στην Κύπρο» δεν επιδέχεται απόλυτες απαντήσεις. Η προβληματική των θεσμικών αντιβάρων και η αναζήτησή τους δεν μπορεί παρά να αφορά κάθε κρατική οντότητα και μάλιστα στη συγκεκριμένη κάθε φορά ιστορική της υπόσταση και, άρα, δεν θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρη.
Αποτελεί κοινό μυστικό και αγωνία ότι σήμερα η «δημοκρατία» είτε ως σύστημα θεσμών εκπροσώπησης είτε ως διαδικασία διευθέτησης στο πολιτικό επίπεδο των κοινωνικών διαφορών, ανισοτήτων, αιτημάτων, επιδιώξεων και οραμάτων αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους και προκλήσεις. Προκλήσεις, που φαίνεται να δυσκολεύουν τη λειτουργική αποτελεσματικότητα του πολιτεύματος και να υπονομεύουν την ελκυστικότητα των δημοκρατικών ιδεωδών. Εξέλιξη που δυστυχώς δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την άνθιση αντιδημοκρατικών τάσεων και αντιλήψεων, οι οποίες με τη σειρά τους τροφοδοτούν την απειλητική πλέον ακροδεξιά, όχι μόνο στις χώρες μας αλλά και διεθνώς.
Κατά συνέπεια πρωτοβουλίες σαν και την σημερινή, που επιχειρεί να αναλύσει συγκριτικά τις τυπικές μορφές δημοκρατικών πολιτευμάτων σηματοδοτεί την αναγκαιότητα για συνεχή αναστοχασμό του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Φυσικά, η υποχρέωσή μας για κριτική αποτίμηση των σύγχρονων δημοκρατικών πρακτικών και έξεων πρέπει να πηγαίνει σε βάθος και σίγουρα πέρα από την τυπική και απολύτως ουσιαστική θεσμική της συγκρότηση.
Και τούτο γιατί δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να δει τους πολλαπλούς και πολυεπίπεδους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες. Αλλά ταυτόχρονα να δει και τις αντίστοιχες προκλήσεις για εναλλακτικές επιλογές υπέρβασής τους.
Κίνδυνοι που προκύπτουν από τον περιορισμένο και περιοριστικό ορισμό της έννοιας της δημοκρατίας μόνον ως απλής διαδικασίας ανάδειξης κυβερνήσεων. Κάτι που συχνά οδηγεί σε ταύτιση νομιμότητας και νομιμοποίησης. Μια τάση που σημαίνει την εν τοις πράγμασι ακύρωση της δυνατότητας διευθέτησης των προβλημάτων του «κοινωνικού ζητήματος» και στη βάση μιας υποχρεωτικής συζήτησης αρχών, αξιών και οραμάτων για το συλλογικό μας μέλλον.
Κίνδυνοι που επίσης προέρχονται από την επικράτηση μιας ακραίας αγοραίας λογικής, ενός είδους φονταμενταλισμού των «αγορών» που οδηγεί σε ολοκληρωτικές λογικές της διαβόητης ΤΙΝΑ (There Is No Alternative – Δεν υπάρχει Εναλλακτική), οι οποίες αποκλείουν κάθε εναλλακτική λύση.
Κίνδυνοι που προκύπτουν από τον μετασχηματισμό των θεσμών, οι οποίοι υποβαθμίζουν την πολιτική σε απλή τεχνοκρατική διαχείριση, που μετατρέπουν την κυβέρνηση σε «διακυβέρνηση». Μετασχηματισμοί που περιορίζουν τη δημοκρατική λογοδοσία, αφού τα σημαντικά επίδικα επαφίενται στη βούληση τεχνοκρατών και στη βούληση υπερεθνικών θεσμών.
Κίνδυνοι από έναν συνεχώς επεκτεινόμενο ατομικισμό και ναρκισσιστικό εγωισμό, που απαιτεί μεν το πολιτιστικό πρότυπο της καταναλωτικής μας κοινωνίας, αλλά που δομικά υπονομεύει την αξία των συλλογικών πρωτοβουλιών κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης.
Κίνδυνοι που προκύπτουν από την αντιμετώπιση της κοινωνικής διαμαρτυρίας με επιλεκτικό μόνο σεβασμό στο κράτος δικαίου, γεγονός που οδηγεί σε σταδιακή παραγκώνιση των θεμελίων ακόμη και του πολιτικού φιλελευθερισμού, περιορίζοντας πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες. Εξέλιξη που συμβάλλει στον περιορισμό αν όχι στην ακύρωση του δημοκρατικού, του φιλελεύθερου και του κοινωνικού κεκτημένου.
Τέλος κίνδυνοι που προκύπτουν από μια πολιτική κουλτούρα πόλωσης, που ακυρώνει τον ουσιαστικό διάλογο και εγκαθιστά λογικές μηδενικού αθροίσματος.
Οι κίνδυνοι αυτοί δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν, όπως είπα, αν δεν κατανοηθούν ως κρίσιμες προκλήσεις που μόνο η κριτική και συνεχής αποτίμησή τους μπορεί να οδηγήσει και να δώσει νέα πνοή προοπτικής για τη δημοκρατία μας.
Με αυτές τις σκέψεις χαιρετίζω τη σημερινή συνάντηση κατανοώντας την ως την απαρχή μιας έμπρακτης εγρήγορσης για τη δημοκρατική ανανέωση του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Σας ευχαριστώ.
Καλή επιτυχία στο συνέδριο.