Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Πηγή: kathimerini.gr
Περίεργο πράγμα. Στη διεθνή πολιτική οι μεγάλοι ξαφνικοί έρωτες αφορούν πρώην αντιπάλους. Τίποτα δεν γοητεύει περισσότερο μία μεγάλη Δύναμη από το να φέρνει κοντά της ένα πάλαι ποτέ «άτακτο παιδί» ή πολύ ζωηρό εχθρό. Οταν είσαι «δικός της» εξ ορισμού, η σχέση είναι προβλέψιμη, βαρετή και έχει και τα όριά της. Αυτό ίσως είναι ένα μάθημα που έμαθε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα απέναντι σε όλους και όλα στη Δύση. Οταν εξελέγη, επικρατούσε ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το πού θα το πάει. Τόσο ο ίδιος όσο και κομματικά του στελέχη φλέρταραν πολύ με την ιδέα μιας σύμπλευσης με τη Ρωσία, το Ιράν, ενδεχομένως και τη Βενεζουέλα. Είτε γιατί φοβήθηκαν είτε γιατί δεν υπήρξε απτή ανταπόκριση, τα φλερτ αυτά δεν κράτησαν πολύ.
Σήμερα η χώρα βαδίζει πάνω στις ράγες που έχουν χαραχθεί από καιρό. Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά της, συνεχίζει να εξαρτάται από την Ε.Ε. και να είναι ένα σημαντικό μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Σε ό,τι αφορά την ασφάλειά της, έχει έλθει πιο κοντά από ποτέ στις ΗΠΑ και παραμένει στη δυτική σφαίρα επιρροής. Ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν αυτονόητα ή αναμενόμενα.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν ο κ. Τσίπρας θα κερδίσει πολιτικά από αυτή την εξέλιξη. Επειδή εδώ είναι Βαλκάνια, δύσκολο να το προβλέψει κανείς. Οι Ελληνες θέλουμε τη σιγουριά της Δύσης, αλλά μας πιάνει και μια αντισυστημική τρέλα άμα κάποιος το… παρακάνει. Σίγουρα δεν βοηθούν οι υπερβολές και η υπερδιαφήμιση, ειδικά σε μια πολύ τοξική πολιτική περίοδο με εκλογές μπροστά μας.
Αστεία είναι και η αντιπολιτευτική κριτική ορισμένων που θυμίζει απατημένη σύζυγο να φωνάζει «μα εγώ ήμουν πάντοτε πιστή». Ας μην ξεχνάμε όμως ένα πράγμα: πως κανένας πολιτικός από το 1974 και μετά δεν κέρδισε εκλογές επειδή το ήθελαν οι «ξένοι». Κανείς, παρά τις προσφιλείς μυθοπλασίες για τον ρόλο των Νεφελίμ στα πολιτικά μας πράγματα.
Το δεύτερο ερώτημα, και πιο σημαντικό, είναι τι κερδίζει η χώρα. Αυτό είναι δύσκολο να το εκτιμήσει κανείς, γιατί τώρα έχει σηκωθεί πολλή βαβούρα και σκόνη. Οι δηλώσεις αξίζουν ελάχιστα. Οι πράξεις μετρούν. Θα υπάρξουν δωρεάν παροχές σε «είδος» από πλευράς εξοπλισμών; Θα δοθούν κάποιες εγγυήσεις ασφαλείας στην Ελλάδα; Θα είναι αποφασιστική η στάση των ΗΠΑ σε μία ένταση στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο, ακόμη και μετά την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα και το τέλος της έντασης μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν; Μόλις έχουμε αυτές τις απαντήσεις θα μπορούμε να μετρήσουμε τι δίνουμε και τι παίρνουμε.
Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα απέναντι σε όλους και όλα στη Δύση. Οταν εξελέγη, επικρατούσε ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το πού θα το πάει. Τόσο ο ίδιος όσο και κομματικά του στελέχη φλέρταραν πολύ με την ιδέα μιας σύμπλευσης με τη Ρωσία, το Ιράν, ενδεχομένως και τη Βενεζουέλα. Είτε γιατί φοβήθηκαν είτε γιατί δεν υπήρξε απτή ανταπόκριση, τα φλερτ αυτά δεν κράτησαν πολύ.
Σήμερα η χώρα βαδίζει πάνω στις ράγες που έχουν χαραχθεί από καιρό. Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά της, συνεχίζει να εξαρτάται από την Ε.Ε. και να είναι ένα σημαντικό μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Σε ό,τι αφορά την ασφάλειά της, έχει έλθει πιο κοντά από ποτέ στις ΗΠΑ και παραμένει στη δυτική σφαίρα επιρροής. Ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν αυτονόητα ή αναμενόμενα.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν ο κ. Τσίπρας θα κερδίσει πολιτικά από αυτή την εξέλιξη. Επειδή εδώ είναι Βαλκάνια, δύσκολο να το προβλέψει κανείς. Οι Ελληνες θέλουμε τη σιγουριά της Δύσης, αλλά μας πιάνει και μια αντισυστημική τρέλα άμα κάποιος το… παρακάνει. Σίγουρα δεν βοηθούν οι υπερβολές και η υπερδιαφήμιση, ειδικά σε μια πολύ τοξική πολιτική περίοδο με εκλογές μπροστά μας.
Αστεία είναι και η αντιπολιτευτική κριτική ορισμένων που θυμίζει απατημένη σύζυγο να φωνάζει «μα εγώ ήμουν πάντοτε πιστή». Ας μην ξεχνάμε όμως ένα πράγμα: πως κανένας πολιτικός από το 1974 και μετά δεν κέρδισε εκλογές επειδή το ήθελαν οι «ξένοι». Κανείς, παρά τις προσφιλείς μυθοπλασίες για τον ρόλο των Νεφελίμ στα πολιτικά μας πράγματα.
Το δεύτερο ερώτημα, και πιο σημαντικό, είναι τι κερδίζει η χώρα. Αυτό είναι δύσκολο να το εκτιμήσει κανείς, γιατί τώρα έχει σηκωθεί πολλή βαβούρα και σκόνη. Οι δηλώσεις αξίζουν ελάχιστα. Οι πράξεις μετρούν. Θα υπάρξουν δωρεάν παροχές σε «είδος» από πλευράς εξοπλισμών; Θα δοθούν κάποιες εγγυήσεις ασφαλείας στην Ελλάδα; Θα είναι αποφασιστική η στάση των ΗΠΑ σε μία ένταση στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο, ακόμη και μετά την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα και το τέλος της έντασης μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν; Μόλις έχουμε αυτές τις απαντήσεις θα μπορούμε να μετρήσουμε τι δίνουμε και τι παίρνουμε.