Ομιλία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στο Φόρουμ των Παρισίων για την Ειρήνη
Το 1910 είχαμε σχεδόν 40 χρόνια από το τέλος του τελευταίου γαλλογερμανικού πολέμου. Είχαμε σχεδόν 40 χρόνια όπου η Ευρώπη και η ειρήνη και ιδίως τα τελευταία χρόνια ήταν χρόνια ευημερίας, οικονομικής ανόδου, ήταν η λεγόμενη Belle Epoque και κανείς στην Ευρώπη δεν πίστευε ότι ο πόλεμος θα ξαναγυρίσει. Τότε, λοιπόν, ο Νόρμαν Έιντζελ, έγραψε το περίφημο βιβλίο του, La grande illusion, η Μεγάλη Χίμαιρα στα ελληνικά, όπου προσπάθησε να περιγράψει, να εξηγήσει για ποιο λόγο ποτέ στην Ευρώπη δεν θα ξαναδούμε πόλεμο. Λίγες ημέρες μετά, λίγους μήνες μετά, εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες ρίχνονταν στη μάχη. Και λίγα χρόνια μετά είχαμε την απώλεια εκατομμυρίων ψυχών στο κέντρο της Ευρώπης και σε όλο τον κόσμο.
Το 1937, στο μεσοπόλεμο, ένας μεγάλος σκηνοθέτης, ο Ζαν Ρενουάρ, έφτιαξε αυτή την καταπληκτική ταινία, την ομότιτλη ταινία. Είναι μια από τις πιο σημαντικές αντιπολεμικές ταινίες και σε κάποια στιγμή ο υπολοχαγός Μαρεσάλ λέει στον Ρόσενταλ: «Πρέπει, επιτέλους, να τελειώνουμε με αυτόν τον αναθεματισμένο τον πόλεμο. Πρέπει να είναι ο τελευταίος», για να πάρει την απάντηση από τον Ρόσενταλ: «Μα τι ψευδαίσθηση». Και πράγματι, λίγα χρόνια αργότερα, επιβεβαιώθηκε ότι ήταν ψευδαίσθηση ότι δεν θα υπάρξει νέος πόλεμος στην Ευρώπη. Και η ψευδαίσθηση αυτή κατέρρευσε οριστικά, όταν πρωταγωνιστές της ιστορίας έγιναν ηγέτες, όπως ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, ο Φράνκο.
Αν υπάρχει μια περίοδος από την οποία μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά διδάγματα για τα λάθη και τις παγίδες που πρέπει να αποφύγουμε, αναμφίβολα αυτή η περίοδος είναι ο Μεσοπόλεμος. Με την έννοια ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όχι μόνον έληξε με την ήττα του ναζισμού και του φασισμού, αλλά αποτέλεσε και την αφετηρία της αναγέννησης της Ευρώπης. Η Ευρώπη χτίστηκε ξανά σε γερά κοινωνικά θεμέλια, στην προστασία της εργασίας, την ισότητα των δύο φύλων, στην αναβάθμιση των υποδομών και των δικτύων, στην ειρήνη και τη συνεργασία ανάμεσα στους λαούς.
Δεν έγινε το ίδιο, όμως, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν θελήσουμε, λοιπόν, να συγκρίνουμε την περίοδο μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τη σημερινή περίοδο, πολύ μεγάλες διαφορές υπάρχουν, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ωστόσο, πρέπει να δούμε ότι οι αιτίες που οδήγησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εξαθλίωση, οι μεγάλες ανισότητες, μια συμφωνία τότε που ήταν ατιμωτική γι’ αυτούς που οδηγήθηκαν εύκολα στη ρητορική του φασισμού, θα δούμε λοιπόν, ότι υπάρχουν συγκρίσεις, τις οποίες πρέπει να τις λάβουμε πάρα πολύ σοβαρά υπόψη μας.
Σήμερα, λοιπόν, ζούμε σε έναν κόσμο, που γεννά ανισότητες. Αυτός είναι ο λόγος, πράγματι, που έρχονται κατά εκατομμύρια μετανάστες στην Ευρώπη. Οι ανισότητες ανάμεσα στον αναπτυγμένο και τον τρίτο κόσμο. Αλλά και μέσα στην Ευρώπη ζούμε μεγάλες ανισότητες. Η χώρα μου, η Ελλάδα, στην καρδιά της Ευρώπης, εν τούτοις από το 2010 μέχρι το 2015, υφιστάμενη ένα πρωτοφανές πρόγραμμα λιτότητας, έχασε το ¼ του εθνικού της πλούτου μέσα σε λίγα χρόνια και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εύκολα σε καιρό ειρήνης.
Και βεβαίως, παρόμοιες πολιτικές, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης, του κοινού νομίσματος, που βεβαίως είναι μια πολύ μεγάλη κατάκτηση στην Ευρώπη, έχουν υποστεί κυρίως οι λαοί του Νότου. Αλλά, θα έλεγε κανείς, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες και όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, τα μεσαία και τα χαμηλά στρώματα, ο κόσμος της εργασίας, οι νέες και οι νέοι, έχουν κληθεί να πληρώσουν τις συνέπειες μιας κρίσης οικονομικής, την οποία προκάλεσε η ανευθυνότητα των πολιτικών ηγεσιών και η ασυδοσία των χρηματοπιστωτικών ελίτ.
Άρα, λοιπόν, ποια είναι η σύγκριση; Όταν σήμερα υπάρχει κόσμος που χάνει τη δουλειά του, χάνει το σπίτι του, χάνει την εμπιστοσύνη του στους θεσμούς, χάνει το όραμά του για το αύριο, είναι δεδομένο ότι αυτός ο κόσμος θα αρχίσει να εμπιστεύεται αυτούς που του δίνουν εύκολες απαντήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν θα εμπιστευτεί αυτούς που αισθάνονται ότι ευθύνονται γι΄ αυτό. Και αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιέται και μεγαλώνει το αυγό του φιδιού, δηλαδή η ακροδεξιά, οι εθνικιστικές απόψεις, οι απόψεις εκείνες που οδήγησαν στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Και τις έχουμε, σήμερα στην Ευρώπη, παντού να μεγαλώνουν και σε ορισμένες χώρες να γίνονται και mainstream, να μην είναι το άκρο του πολιτικού συστήματος.
Τι θέλω να πω; Θέλω να πω ότι η διαίρεση της κοινωνίας, η στοχοποίηση κοινωνικών και πληθυσμιακών ομάδων, η καλλιέργεια του φόβου, η διαρκής επίκληση ενός εθνικού μεγαλείου, το οποίο δεν χωράει τους άλλους λαούς, παρά μονάχα τον δικό μας, τον εκλεκτό, δημιουργεί μια ξεκάθαρη αναλογία με αυτό το οποίο έζησε η Ευρώπη στο μεσοπόλεμο πριν οδηγηθεί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι απευθύνθηκαν σε κοινωνίες καθημαγμένες, σε κοινωνίες που κυριαρχούσε ο φόβος και η απόγνωση και βεβαίως και εκεί οι κυρίαρχες ελίτ ήταν απολύτως ανυπόληπτες, διότι ήταν αυτές που είχαν οδηγήσει τα λαϊκά παιδιά στον πόλεμο και την εξαφάνιση, στη διάλυση.
Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι ιδεολογίες απάνθρωπες. Είναι, όμως, πανίσχυρες, διότι απευθύνονται σε ένστικτα. Σε συνθήκες πολέμου επικρατεί το ένστικτο της επιβίωσης. Μετά τον πόλεμο, όμως, ο γονατισμένος από τον πόλεμο, ο ηττημένος, διακατέχεται από ένα άλλο ένστικτο, το ένστικτο της εκδίκησης. Εκεί πάτησαν οι δημαγωγοί εκείνης της περιόδου.
Οφείλουμε, λοιπόν, να είμαστε πιο προσεκτικοί σήμερα. Να στρέψουμε το βλέμμα μας σε αυτούς που, αν και ακούγεται βαρύ, νιώθουν σήμερα ηττημένοι και ψάχνουν τις απαντήσεις σε αυτούς που υπόσχονται εθνικά μεγαλεία και βεβαίως εκδίκηση απέναντι σε αυτούς που ευθύνονται και βεβαίως αυτοί μάλλον είναι οι πιο αδύναμοι κάθε φορά.
Αυτό που ισχυρίζομαι, λοιπόν, είναι πως αν θέλουμε μπορούμε να απορρίψουμε τον ιστορικό ντετερμινισμό από φιλοσοφική άποψη, αλλά πολιτικά πολύ δύσκολα μπορούμε να αγνοήσουμε τα πορίσματά του. Ειδικά στην περίπτωση ενός ενδεχόμενου ιστορικού déjà vu ενώπιον του οποίου βρισκόμαστε σήμερα και οφείλουμε να δώσουμε απαντήσεις.
Μια Ευρώπη στην οποία βαθαίνουν οι ανισότητες, το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, που υψώνονται φράκτες στους κυνηγημένους, που οι τεχνοκράτες παίρνουν την πολιτική από τους πολιτικούς και που αδιαφορεί για τις νέες γενιές και το μέλλον της νέας γενιάς, είναι μια Ευρώπη αποτυχημένη να αποτύχει.
Από την άλλη, μια Ευρώπη που θα μπορούσε να στηρίξει το κοινωνικό κράτος, να προστατεύσει τα δημόσια αγαθά, μια Ευρώπη της Δημοκρατίας και του κοινωνικού ελέγχου που θα βάλει όρια στις χρηματοπιστωτικές αγορές και θα διασφαλίσει τα κοινωνικά δικαιώματα και θα επενδύσει στη νέα γενιά, μια πολυπολιτισμική και ανοιχτή Ευρώπη, είναι μια Ευρώπη, η οποία θα μπορούσε να γυρίσει τον τροχό της ιστορίας προς τα μπροστά.
Έχω την αίσθηση ότι αξίζει τον κόπο σήμερα να δούμε αυτές τις συγκρίσεις και να αγωνιστούμε, παρά τις διαφορές μας, για τη δεύτερη Ευρώπη, διότι η ιστορία δεν μπορεί να περιμένει και όταν επαναλαμβάνεται είναι πολύ σκληρή απέναντί μας.