Γράφει ο Τάσος Παππάς
Πηγή: “Εφημερίδα των Συντακτών”
Συνεχίζει ακάθεκτη η κυβέρνηση την πορεία της στην περιοχή της ελαφρότητας. Ο πρωθυπουργός και κορυφαία στελέχη επιτέλους παραδέχονται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, παρά τα ελαττώματά της που μπορεί να αμβλυνθούν (Κ. Μητσοτάκης), πρέπει να εφαρμοστεί κατά γράμμα, όμως ορισμένοι υπουργοί, ανάμεσά τους και αυτοί που δεν διακρίθηκαν την προηγούμενη περίοδο στο άθλημα της τσιρίδας, συμπεριφέρονται με ήκιστα σοβαρό τρόπο.
Για παράδειγμα, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας συναντήθηκε με τον ομόλογό του της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά στην ανάρτηση του στο twitter αναφέρει το όνομα του υπουργού, χωρίς να μας πει ποιας χώρας είναι υπουργός Εξωτερικών! Αστεία πράγματα. Παιχνιδάκια που θυμίζουν τις κόντρες πιτσιρικάδων στις αλάνες. Στο θέμα παρενέβη και ένας πολιτικός που έμεινε εσκεμμένα σιωπηλός την περίοδο που συζητιόταν το επίμαχο θέμα. Σε άρθρο του στα «Νέα» (31.8.2019) ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης υπογραμμίζει την αναγκαιότητα ευρύτερης συνεργασίας σε καίρια εθνικά ζητήματα: «Η συνεννόηση θα διευκόλυνε όχι μόνο την ευρύτερη αποδοχή της λύσης αλλά και την απρόσκοπτη ανάπτυξη της συνεργασίας των δύο κρατών. Η αναζήτηση μιας κοινής στάσης επιβάλλεται σε ορισμένα σημαντικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η χώρα». Αναφερόμενος, δε, στον ρόλο της αντιπολίτευσης υποστηρίζει: «Εχει και αυτή ευθύνη να συμβάλει στη λύση των καίριων προβλημάτων της χώρας. Ο ρόλος της δεν μπορεί να είναι μόνο αρνητικός».
Πολύ ωραία όλα αυτά, με τη διαφορά ότι γράφονται εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς από έναν πολιτικό ο οποίος είχε πάρει πρωτοβουλίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής που πήγαιναν κόντρα στο ρεύμα και εξ αυτού του λόγου είχε εισπράξει κατηγορίες περί προδοσίας και ενδοτισμού. Αλλά για ποια συνεννόηση μιλάει ο κ. Σημίτης; Τι είδους συνεννόηση θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα στην τότε κυβέρνηση που θεωρούσε τη συμφωνία εθνικά επωφελή και στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση που τη χαρακτήριζε εθνικά επιζήμια και κάποιοι από τους συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη έκαναν λόγο για επονείδιστη πράξη και υπόσχονταν παραπομπή σε Ειδικά Δικαστήρια με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας;
Υπήρχε περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος ούτε ανακάλεσε στην τάξη τους φανατικούς του κόμματός του ούτε αποδοκίμασε τους τραμπουκισμούς των ακροδεξιών κατά βουλευτών, να δεχτεί τη Συμφωνία των Πρεσπών; Στο ζήτημα αυτό έπραξε ό,τι του υπαγόρευε η ακροδεξιά φράξια της Ν.Δ., στην οποία στηρίχτηκε για να γίνει αρχηγός της Ν.Δ. και την οποία είχε ανάγκη για να κερδίσει τις εκλογές.
Ωστόσο ο κ. Σημίτης -η σχέση του με την αυτοκριτική είναι προβληματική- δεν έκανε αυτό που όφειλε να κάνει ένας πρώην πρωθυπουργός ο οποίος ασχολήθηκε ζεστά με το πρόβλημα: Δεν είπε στο κόμμα του ότι η αρνητική θέση που επιλέγει για τη Συμφωνία των Πρεσπών, με ρητορική και επιχειρήματα παρόμοια με αυτά της Δεξιάς, δεν συνάδει με την ιστορία της παράταξης και κυρίως εκθέτει τον ίδιο γιατί όταν ήταν πρωθυπουργός κινούνταν ακριβώς στη γραμμή Τσίπρα.
Αλήθεια, η ηγετική ομάδα του ΚΙΝ.ΑΛΛ. γνωρίζει ότι το 2000-2001 η Ελλάδα είχε φτάσει πολύ κοντά σε συμφωνία με την τότε FYROM, συμφωνία με την οποία η χώρα κέρδιζε λιγότερα απ’ όσα με αυτήν των Πρεσπών, αλλά το σχέδιο ναυάγησε όχι με υπαιτιότητα της Ελλάδας; Ο κ. Σημίτης το γνώριζε, όπως το γνώριζε και ο Γιώργος Παπανδρέου που ήταν υπουργός Εξωτερικών. Προφανώς αυτή ήταν η αιτία που ο κ. Παπανδρέου κράτησε σοβαρή στάση.
Ανάγωγα
Κλιμάκια της ΕΥΠ σε υπουργεία και δημόσιους οργανισμούς, προφανώς για να εντοπιστεί και να εξουδετερωθεί ο επικίνδυνος εσωτερικός εχθρός. Να μην ξεχάσουν στην κυβέρνηση και τις άλλες δοκιμασμένες μεθόδους αντιμετώπισης των μιασμάτων. Για παράδειγμα: η επαναδημιουργία των ΤΕΑ δεν είναι κακή ιδέα. Και ακόμη καλύτερα: να επιστρέψουν τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Το καθεστώς πρέπει να οχυρωθεί για να μην ξαναζήσουμε το φαινόμενο «κομμουνιστές να σκοτώνουν Ελληνες» και κυρίως για να μη διανοηθούν οι κατσαπλιάδες να διεκδικήσουν ξανά την κυβέρνηση.