Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Πηγή: anoixtoparathyro.gr
Πρώτο: Σύμφωνα με τον τρόπο που ορισμένα εγχώρια ΜΜΕ διάβασαν μια πρόσφατη έκθεση το ΟΟΣΑ στην Ελλάδα «συνθλίβεται η μεσαία τάξη».
Δεύτερο: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και πέρασε ένα 48ωρο ανάμεσα στο Ρόιτερς και την Παροναξία υποσχόμενος ως Μαυρογιαλούρος ότι «θα δώσει πίσω στη μεσαία τάξη ό,τι της πήρε ο Τσίπρας»
Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε αποσιωπήσεις και διαστρεβλώσεις.
Στην πρώτη παραλείπεται η επισήμανση της ίδιας έκθεσης ότι τα προβλήματα της μεσαίας τάξης είναι διεθνές φαινόμενο.
Στη δεύτερη αποσιωπάται ότι την φορολογία στη μεσαία τάξη δεν την έφερε Τσίπρας, αλλά το Μνημόνιο που έφερε η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, για να διορθώσουν τη δημοσιονομική εκτροπή που προκάλεσαν.
Τους φόρους δεν τους βάζει ο Τσίπρας. Δεν τους έβαλε καν ο Σαμαράς: τους βάζουν όσοι χρεοκόπησαν τη χώρα. Οι επόμενοι απλώς τους υπογράφουν καθώς σε πρώτη φάση δημοσιονομική διόρθωση χωρίς φόρους δεν γίνεται. Και χωρίς δημοσιονομική διόρθωση δεν υπάρχει ανάπτυξη που θα μειώσει τους φορους.
Πάντως, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία που παρουσίασε ο Τσακαλώτος, το εισόδημά των μικρομεσαίων μειώθηκε δραστικά στα πρώτα πέντε χρόνια της μνημονιακής περιόδου που κυβερνούσαν ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Από τότε που ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να βελτιώνεται ή σταθεροποιείται.
Συνεπώς δεν ισχύει ο ισχυρισμός που αναδύεται από το συνδυασμό των δυο πρώτων ότι γέμισε ο κόσμος Τσίπρες που έβαλαν φόρους στη μεσαία τάξη και τώρα αναμένονται οι Μητσοτάκηδες για να δώσουν πίσω ό,τι τους πήραν.
Στην περίπτωση του δικού μας Μητσοτάκη υπάρχει και ένα ψιλο-μπαλαμούτι. Δεν λέει τίποτε καινούργιο, απλώς επαναλαμβάνεται. Υπόσχεται ότι αν γίνει πρωθυπουργός σε δυο χρόνια θα μειώσει τον ΕΝΦΙΑ, που μειώνει ήδη η κυβέρνηση, τη φορολογία στις επιχειρήσεις που μειώνεται ήδη και το ΦΠΑ στην εστίαση. Αυτό είναι όλο και δείχνει ότι δεν έχει καν ιδέα τι είναι η μεσαία τάξη.
Στην Ελλάδα σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν κυρίως οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες, συν οι επιστήμονες και επαγγελματίες. Αυτή η τάξη κατέληξε να γίνει υπερτροφική γιατί δημιουργήθηκε σε πολλές περιπτώσεις με ανόρθοδοξους και παρασιτικούς τρόπους: χωρίς οικονομοτεχνικές προϋποθέσεις, ενίοτε χωρίς καν άδειες, και στηρίχθηκε στην φοροδιαφυγή και την αποφυγή εκπλήρωσης υποχρεώσεων σε ασφαλιστικά ταμεία κ.λ.π..
Εν μέρει είναι και επακόλουθο της υπερπαραγωγής πτυχιούχων από το εκπαιδευτικό σύστημα που αύξανε τις εισαγωγής στα ΑΕΙ χωρίς να ξέρει θα κάνει με τις εξαγωγές, αφού η εκπαίδευση δεν συνδέεται με τη παραγωγή.
Για χρόνια οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και επαγγελματικές σε μεγάλο ποσοστό επιβίωσαν με εμβαλωματικές λύσεις και ούτε ήθελαν, ούτε μπορούσαν, να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στον κλάδο τους και να προσαρμοστούν.
Το πρώτο που τους έπληξε τα τελευταία χρόνια είναι οι αλλαγές στην αγορά και την τεχνολογία παγκοσμίως με την εγκατάσταση μεγάλων ομίλων και αλυσίδων που διαθέτουν προϊόντα και υπηρεσίες με ανταγωνιστικούς τρόπους και τιμές, ενώ οι εισαγωγές από την Κίνα αφαιρούν τζίρο διαρκώς από τους ΜΜΕ. Η κρίση που επιδείνωσε την κατάσταση τους και το Μνημόνιο που τους στέρησε την πρόσβαση στο τραπεζικό δεν ήταν η βασική αιτία.
Το δεύτερο ήταν η οργάνωση των διεθνών και κρατικών μηχανισμών που παρεμποδίζουν την παραβατικότητα δεν επιτρέπουν μακροχρόνιες καθυστερήσεις στην πληρωμή φόρων και εισφορών και γενικώς έκαναν αποτελεσματικότερο το φορολογικό σύστημα.
Από αυτά προκύπτει ότι η συρρίκνωση αυτού του χώρου είχε και τη μορφή διόρθωσης και πάντως ήταν αναπόφευκτη, ιδίως όπου είχε υπερδιογκωθεί άναρχα και συχνά παράτυπα ή παράνομα.
Πέρα από το κοινωνικά ζητήματα που παράγει ήταν κάτι που θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα, όπως σε όλο τον κόσμο, υπό τη επίδραση τη πρώτης αιτίας: των εξελίξεων. Απλώς στην Ελλάδα κανείς δεν ήθελε τα το δει και καμία κυβέρνηση δεν έσπευσε να προλάβει τις συνέπειες. Έτσι δημιουργήθηκε ένα κοινωνικό πρόβλημα -χωρίς να είναι ανεύθυνοι και όσοι το υφίστανται.
Οι πολιτικές δυνάμεις σήμερα οφείλουν να προσφέρουν κοινωνική προστασία παράλληλα με την νέα δομική οργάνωσης της οικονομίας, που δεν μπορεί να αποβλέπει εκ νέου σε υπερμεγέθη «μεσαία τάξη».
Αντί για συζήτηση σ’ αυτό το θέμα, βλέπουμε ένα κόμμα που διεκδικεί να κυβερνήσει κινείται στην αντίθεση κατεύθυνση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται ότι θα επαναφέρει τη μεσαία τάξη στη προγενέστερη κατάσταση και μάλιστα με τρόπους που δεν υπάρχουν.
Υπόσχεται έναν φαύλο κύκλο: η μείωση της φορολογίας στερεί πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό, άρα θέτει σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα που θα πλήξει πρώτα τη μεσαία τάξη, όπως ήδη συνέβη.
Η λύση είναι η υποστήριξη των ανθρώπων που πλήττονται και ταυτόχρονα ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της οικονομίας σε νέα βάση, που θα λαμβάνει υπόψη τα νέα δεδομένα.
Ο Μητσοτάκης κάνει τον αντίθετο. Εμφανίζεται ως παλαιοκομματικός και λέει «θα δώσω». Ο ίδιος… προσωπικά, άσχετα από τα οικονομικά δεδομένα. Με προσωπική του απόφαση. Θα δώσει «ό,τι σας πήραν». Δηλαδή κρύβει ή αγνοεί πώς επιδεινώθηκε η κατάσταση της μεσαίας τάξης.
Την ίδια στιγμή από όσα λέει σε άλλα ακροατήρια είναι φανερό ότι σχεδιάζει μέτρα που αν θα κυβερνήσει ποτέ θα εξοντώσουν πλήρως τη μεσαία τάξη. Η μανία ιδιωτικοποιήσεων που τον διακρίνει θα μεταφέρει ύλη σε υπερσυγκεντρωτικές δομές πολυεθνικών και μεγάλων ομίλων από το λιανεμπόριο μέχρι τις ιατρικές και νομικές ή τεχνικές υπηρεσίες. Ήτοι θα εξαφανίσει τη μικρομεσαία επιχείρηση, θα υπαλληλοποιήσει τους επαγγελματίες και θα αυξήσει την ανεργία στους κλάδους τους.
Αυτό είναι το «όραμά του». Αλλά δεν τον εμποδίζει να υπόσχεται ότι «θα δώσει», όσα δεν μπορεί. Κατά τα λοιπά, οι άλλοι είναι λαϊκιστές.