Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν στη Μεγάλη Βρετανία, ξαναγυρνάω σε εκείνο το μοιραίο και «πανάκριβο» καλοκαίρι του 2015. Οσα ζήσαμε γύρω από το δημοψήφισμα μοιάζουν τώρα με μια μακρινή ανάμνηση ή μάλλον με εφιάλτη που θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας. Κάποιος κυνικός θα πει, βέβαια, ότι τέλος καλό, όλα καλά. Πράγματι ο κ. Τσίπρας μπόρεσε να κάνει την περίφημη κωλοτούμπα του και να επανεκλεγεί. Οι εταίροι και δανειστές άρχισαν να τον παίρνουν πιο σοβαρά ως συνομιλητή μετά το δημοψήφισμα, και σίγουρα μετά τη νίκη του στις εκλογές. Δεν καταλάβαιναν ακριβώς πώς το έκανε όλο αυτό, αλλά δεν τους ένοιαζε. Τον σκοπό τους τον πέτυχαν, που ήταν να αποτραπεί η κλωνοποίηση του «φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ» και να υπογραφεί και να εφαρμοσθεί «αναίμακτα» ακόμη ένα μνημόνιο.
Η χώρα ωστόσο πλήρωσε ακριβό τίμημα. H οικονομία είχε αρχίσει κάπως να ανασαίνει και οι εξαγωγές να δείχνουν μικρές τάσεις ανόδου. Ολα αυτά σαρώθηκαν από την αβεβαιότητα και τα capital controls. Πληρώσαμε όμως και μεγάλο τίμημα, γιατί η ελληνική κοινωνία διχάστηκε τότε όσο ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη ιστορία της. Ο ψύχραιμος ιστορικός του μέλλοντος θα το καταγράψει αυτό καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για να φοβηθούν όσοι είχαν αντίθετη άποψη.
Κοιτώντας πάλι πίσω, αλλά βλέποντας ταυτόχρονα τι συμβαίνει στη Μεγάλη Βρετανία, η μάχη τού «Μένουμε Ευρώπη» άξιζε παρά το κόστος. Οι οπαδοί του ήταν από τη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Μέσα σε μία εβδομάδα κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα τσουνάμι μίσους, λάσπης και συναισθηματικού εθνικολαϊκισμού που δεν παλεύεται εύκολα όταν παίρνει φωτιά σε αυτόν τον τόπο.
Ενα ενδιαφέρον ερώτημα είναι τι θα επέλεγε σήμερα ο ελληνικός λαός, γνωρίζοντας όσα γνωρίζει τώρα, εάν καλείτο να ψηφίσει πάλι σε εκείνο το δημοψήφισμα. Κανείς δεν μπορεί να το απαντήσει. Γιατί αν το δει κάποιος ψυχρά, το «όχι» οδήγησε σε χειρότερη συμφωνία από ό,τι πριν και δεν ωφέλησε σε απολύτως τίποτα τα εθνικά μας συμφέροντα. Κάθε άλλο. Αν το δει συναισθηματικά, ήταν ένα ξέσπασμα που χρειαζόταν ύστερα από τόση καταπίεση και το οποίο μετά ήταν σαν να μη σήμαινε τίποτα. Ο χρόνος, και μόνο ο χρόνος, θα δείξει αν και τι μάθαμε συλλογικά ως κοινωνία από εκείνη την τραυματική εμπειρία.