Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020
Η διάσταση της απογοήτευσης στη ζωή κάποιου, με αυτονόητες και ανεξάντλητες επιπτώσεις στην ψυχολογία του, έχει ως αφετηρία τις προσδοκίες τις οποίες καλλιεργεί για μια κατάσταση.
Συνήθως μεγάλες. Ακόμη συνηθέστερα συνειδητά υπερβολικές. Η ελπίδα άλλωστε κέρδισε με πείσμα και συνέπεια την ιστορική χρησιμότητά της ως διαρκής κινητροδότηση της προόδου. Της ανακάλυψης εκείνης της… μικρής λεπτομέρειας που δίνει στον κάθε άνθρωπο το κουράγιο να συνεχίσει. Να σηκωθεί, όταν έχει πέσει. Να μην παραδοθεί στη γοητευτική παραίτηση. Να συνεχίσει να προσπαθεί να ανακαλύψει καλύτερες εκδοχές του εαυτού του.
Για τους λαούς της ηπείρου μας, το εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης υπήρξε το σημείο καμπής ανάμεσα στη φθορά και την ελπίδα. Ένα κοινό, γαλήνιο λιμάνι, για να αφήσουμε πίσω πολυετείς συγκρούσεις και αγεφύρωτες διαφορές. Να σχεδιάσουμε από κοινού ένα ενιαίο μέλλον. Να αγκαλιάσουμε τη διαφορετικότητά μας, και να εμπλουτίσουμε με αυτή κάθε ατομική, συλλογική και εθνική διαδρομή. Να παραμερίσουμε τον πειρασμό της απομόνωσης και της εσωστρέφειας. Να αναγνωρίσουμε στο συνειδητό «εμείς» τη φυσική υπεροχή του απέναντι στο μοναχικό «εγώ».
Την τελευταία δεκαετία (τουλάχιστον…) είναι προφανές και αυταπόδεικτο ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν δουλεύει. Ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων και χαμηλού επιπέδου, λαοί που εγκλωβίστηκαν στη ρουτίνα της απομόνωσης, σύνθετα προβλήματα που απαιτούν ψυχική γενναιότητα για την επίλυσή τους. Μια Ευρώπη που εκπέμπει λιγότερο φως από αυτό που μας κληρονόμησαν οι προηγούμενες γενεές.
Την ώρα που η Ακρόπολη άλλαζε φωτισμό, την προηγούμενη εβδομάδα, θυμίζοντας ότι, το φως θα βρίσκει πάντοτε τη διαδρομή για να παραμερίσει το σκοτάδι, η Ευρώπη μας απογοήτευε ξανά. Με τα… χάδια ανοχής προς την Τουρκία και με τη γραφειοκρατική προσέγγιση της αναγκαιότητας οικονομικής στήριξης των κρατών-μελών, στο επίκεντρο της πανδημίας του κορονοϊού.
Είναι βέβαιο ότι, δεν είμαστε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε, όπως θα μονολογούσε ο Μαχάτμα Γκάντι. Και όσο δεν αλλάζουμε, θα εθιστούμε στη φθορά.