Ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Σαράντα πέντε λεπτά ο κ. Μητσοτάκης διάβαζε πολύ ωραία τσιτάτα και αποφθέγματα, μεταξύ άλλων, που του έχουν γράψει οι λογογράφοι του, δεν μπόρεσε όμως να μιλήσει για την ουσία. Και η ουσία σήμερα είναι ότι χιλιάδες νέα παιδιά και οι οικογένειές τους βρίσκονται απέναντι σε μια δραματική προοπτική, σε ένα πολύ σκληρό δίλημμα. Ενώ θα μπορούσαν να έχουν προοπτική ένταξης στο δημόσιο πανεπιστήμιο για να σπουδάσουν, βρίσκονται σε ένα πολύ δραματικό δίλημμα για το αν θα πρέπει να βρουν την οικονομική δυνατότητα από το υστέρημα των οικογενειών τους να βγουν στο εξωτερικό ή να πάνε σε κάποιο κολέγιο αμφιβόλου αξίας εκπαιδευτικών δυνατοτήτων. Αυτό είναι το βασικό θέμα.
Κι ο κ. Μητσοτάκης σήμερα για άλλη μια φορά ήρθε εδώ διαβάζοντας αποφθέγματα των λογογράφων του για ηγέτες της Αριστεράς, ενώ ο ίδιος στην πραγματικότητα υλοποιεί μια πολιτική που βρίσκεται στον απόλυτο αντίποδα. Ο άνθρωπος ο οποίος υλοποιεί μια στρατηγική ρητορικής Μπογδάνου ήρθε εδώ να μας μιλήσει για Μπερλινγκουέρ!
Αλλά δεν είναι όλα επικοινωνία, κύριε Μητσοτάκη. Σήμερα εδώ θα δώσετε απαντήσεις. Σας εγκαλώ εδώ και τρεις μήνες για το ζήτημα της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, γιατί το θεωρώ μείζον ζήτημα. Είναι το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, το μέλλον των παιδιών μας.
Και σας εγκαλώ με ερωτήσεις την Ώρα του Πρωθυπουργού τις οποίες αρνηθήκατε να απαντήσετε, τρεις φορές, αν δεν κάνω λάθος. Στο τέλος μας είπατε για να μην χαλάσετε δήθεν τάχα την ηρεμία των υποψηφίων. Και έρχεστε σήμερα εδώ εκ των υστέρων και μας κουνάτε το δάχτυλο.
Και σας λέω πραγματικά, ακριβώς επειδή το θεωρώ ως το μείζον ζήτημα για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, το μέλλον των παιδιών μας, θα ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό σήμερα. Θα βρούμε χρόνο άλλες φορές να μιλήσουμε και για τα καμώματά σας στην πανδημία, τα κατορθώματά σας, που βρισκόμαστε από φιάσκο σε φιάσκο και από αδιέξοδο σε αδιέξοδο και που όταν ανεβαίνουν τα κρούσματα, δίνετε την ευθύνη στους πολίτες και όταν έχουμε ύφεση στα κρούσματα, πανηγυρίζετε ότι νικήσατε.
Θα βρούμε τον χρόνο να τα πούμε αυτά και για τα ζητήματα που αφορούν την ισονομία και τους νόμους που δεν τηρείτε εσείς σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια στον δημόσιο βίο. Θα βρούμε τον χρόνο και θα απολογηθείτε για όλα αυτά. Αλλά τώρα θα μιλήσουμε αποκλειστικά για την παιδεία και αποκλειστικά για το μείζον θέμα που απασχολεί χιλιάδες ελληνικές οικογένειες. Ούτε έναν ούτε δύο ούτε τρεις, χιλιάδες.
Είστε η μοναδική κυβέρνηση από τη Μεταπολίτευση και μετά που θελήσατε να αλλάξετε το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να εφαρμόσετε αυτή την αλλαγή την ίδια χρονιά. Ποτέ άλλοτε δεν έγινε αυτό. Πολλές κυβερνήσεις έχουν περάσει, με τις δικές τους απόψεις, τις δικές τους λογικές, προώθησαν μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων άλλαξαν και το πλαίσιο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όλες όμως επιχείρησαν την αλλαγή να την εφαρμόσουν δίνοντας ένα τράτο προσαρμογής. Και εσείς το κάνετε αυτό τη χρονιά που ήταν η πιο δύσκολη χρονιά στην ιστορία των πανελλαδικών εξετάσεων, διότι ήταν η πιο δύσκολη χρονιά για όλη την Ελλάδα, για όλους τους Έλληνες, για κάθε ελληνική οικογένεια.
Και για τα παιδιά αυτά σήμερα βάζετε κόφτες και κρυφούς κόφτες και τους στερείτε τη δυνατότητα της προοπτικής να σπουδάσουν σε δημόσιο πανεπιστήμιο, που, επαναλαμβάνω, είναι άνω των είκοσι χιλιάδων. Είναι η μεγαλύτερη μείωση εισακτέων αυτή που έχουμε σήμερα από την ίδρυση του ελληνικού πανεπιστημίου. Δεν υπήρξε μεγαλύτερη από το 1837.
Τα παιδιά λοιπόν αυτά που στερούνται αυτής της προοπτικής, όλη την περσινή χρονιά και την προπέρσινη, τις δύο δύσκολες χρονιές της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου δεν είχαν τη δυνατότητα να συναντήσουν τους συμμαθητές τους, να κάνουν δια ζώσης μάθημα με τους καθηγητές τους, βρισκόντουσαν απομονωμένοι σε καραντίνα, σε ψυχολογική πίεση. Κι εσείς αυτή τη δύσκολη χρονιά επιλέξατε να φέρετε αυτή τη φοβερή μεταρρύθμιση. Το ερώτημα είναι γιατί.
Και ήρθαμε εγκαίρως στο ελληνικό Κοινοβούλιο να σας πούμε ότι διαφωνούμε κάθετα με αυτό που κάνετε, αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει τουλάχιστον μην το εφαρμόσετε φέτος. Επιμένατε. Αλλά είχατε φροντίσει πιο πριν πάλι σε συνθήκες καραντίνας για την ίδια τη Βουλή, να έρθει εδώ η υπουργός σας και να φέρει τροπολογίες που εξισώνουν στην πράξη τα πτυχία των κολλεγίων με τα πτυχία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, υποχρεώνοντας τα επιμελητήρια, τους επαγγελματικούς συλλόγους, να εγγράψουν στα μητρώα τους τους αποφοίτους των κολεγίων.
Κι έτσι ανακαλύπτουμε όλοι μαζί έκθαμβοι ποια είναι η σκοπιμότητά σας. Η σκοπιμότητά σας δεν είναι η μεταρρύθμιση, δεν είναι ο πόνος σας μην τυχόν και έχουμε πτυχιούχους που δεν έχουν τη δυνατότητα να γράψουν σε πανελλαδικές εξετάσεις καλό βαθμό. Διότι αν ήταν αυτό, θα ορίζατε βάση εισαγωγής ή κριτήρια για την εισαγωγή και στα ιδιωτικά κολλέγια. Δεν βάλατε όμως εκεί βάση εισαγωγής. Εκεί η μοναδική βάση για την εισαγωγή ήταν η οικονομική δυνατότητα των γονιών των υποψήφιων φοιτητών.
Κι έρχομαι εδώ και συμπεραίνω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι πέραν της ιδεολογικής εμμονής, και εσείς προσωπικά, κύριε Μητσοτάκη, αλλά και η κ. Κεραμέως, έχετε άγνοια για το τι σημαίνει δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο, διότι ουδέποτε φοιτήσατε αμφότεροι σε αυτό, αλλά έχετε και άγνοια για το τι σημαίνει πανελλαδικές εξετάσεις, διότι δεν περάσαμε ποτέ αυτήν τη βάσανο. Παιδιά του κολλεγίου ήσασταν που είχαν την οικονομική δυνατότητα οι γονείς τους – και καλώς την είχαν – να πάτε κατευθείαν στο εξωτερικό και να σπουδάσετε σε καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αλλά είναι εξίσου καλά και τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Δεν έχετε λοιπόν τη γνώση αυτής της διαδικασίας, δεν γνωρίζετε καν τι σημαίνει να δίνεις μέσα σε δύο χρόνια, γιατί δύο χρόνια είναι ουσιαστικά η προσαρμογή και η όλη προσπάθεια, από την ικμάδα των δυνάμεών σου, έφηβος γαρ, έφηβοι, παιδιά τα οποία εκείνη την εποχή έχουν ανησυχίες, θέλουν να βρεθούν με τους φίλους τους, να ερωτευτούν, αλλά είναι μέσα στο σπίτι και διαβάζουν και πρέπει να κριθούν μέσα σε τρεις ώρες. Και μέσα σε αυτές τις τρεις ώρες μπορεί και άριστα παιδιά να γράψουν σε ένα μάθημα χειρότερο βαθμό.
Τι κάνετε εσείς γι’ αυτά τα παιδιά σήμερα; Έρχεστε πάλι εδώ και κουνάτε το δάχτυλο σε μένα, λέτε ότι είναι λαϊκισμός. Τι είναι λαϊκισμός; Είναι λαϊκισμός να υπερασπιζόμαστε το δίκιο; Είναι λαϊκισμός να θέλουμε σε αυτόν τον τόπο να έχουν δυνατότητα πρόσβασης στη γνώση όλοι ανεξαρτήτως της οικονομικής δυνατότητάς τους; Αυτά τα ορίζει το Σύνταγμα. Συνταγματικές αρχές είναι, δεν είναι λαϊκισμός.
Κι έρχεστε λοιπόν σήμερα, όταν έχει αποκαλυφθεί και ο δόλος που αφορά τις κρυφές συναλλαγές, συνδιαλλαγές, προφανώς με ιδιωτικά συμφέροντα – διότι δεν εξηγείται αλλιώς αυτό που κάνετε – αλλά έχει αποκαλυφθεί και ο πυρήνας της δολοπλοκίας σας. Και θα γίνω πολύ πιο συγκεκριμένος.
Μιλήσατε λοιπόν για τους μαθητές του δύο και του τρία που δεν πρέπει να περνάνε στα δημόσια πανεπιστήμια. Εσείς εδώ όμως κόβετε άριστους μαθητές, στερείτε τη δυνατότητα σε άριστους να έχουν πρόσβαση στις σχολές της αρεσκείας τους. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό; Θα το διορθώσετε αυτό; Σας απασχολεί αυτό;
Την προηγούμενη βδομάδα στη Βουλή, κύριε πρωθυπουργέ, διάβασα στην υπουργό – κάποιοι και δικαίως τη χαρακτήρισαν ως τη χειρότερη Υπουργό από τη Μεταπολίτευση και μετά – μια επιστολή ενός μαθητή από το 1ο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών της Πλάκας. Η επιστολή αυτή έθετε ακριβώς επί τον τύπον των ήλων το ζήτημα αυτό. Άριστος μαθητής έγραψε εξαιρετικούς βαθμούς σε όλα τα μαθήματα. Στο ειδικό μάθημα, επειδή υπήρξε μία ειδική βάση πολύ πιο πάνω από δέκα, δεν κατάφερε να το πιάσει, δεν θα περάσει στη σχολή επιλογής του.
Σήμερα, θα ήθελα με προσοχή να ακούσετε μια άλλη επιστολή. Είναι επιστολή προφανώς προς την υπουργό Παιδείας, αλλά νομίζω ότι εσείς έχετε την ευθύνη και πρέπει να την ακούσετε με προσοχή. Είναι μιας μαθήτριας, της Ελένης, προερχόμενης από ένα γενικό λύκειο του Αγρινίου.
«Φέτος πέρασα και εγώ την επώδυνη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων σε μια ομολογουμένως δύσκολη χρονιά. Συγκέντρωσα την πολύ υψηλή βαθμολογία των δεκαεννέα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα επτά μορίων, αλλά δεν μου δίνεται το δικαίωμα να υποβάλω αίτηση για τη Σχολή Μεταφραστικού του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα, που αποτελεί την πρώτη σχολή προτίμησής μου. Κι αυτό γιατί, ενώ έγραψα αγγλικά 17,8, στα γαλλικά δεν κατάφερα για λίγα μόρια να πιάσω την ειδική βάση εισαγωγής. Πίστευα ότι η μεταρρύθμισή σας σκοπό είχε να αποκλείσει από τα πανεπιστήμια μαθητές με βαθμολογίες δύο και τρία, όπως λέγατε. Συγχαρητήρια, λοιπόν, τα καταφέρατε. Με αποκλείσατε με γενική βαθμολογία πάνω από δεκαεπτά. Πέτυχε η μεταρρύθμιση, λοιπόν. Μπορείτε να είστε περήφανοι. Θέλω να επισημάνω ότι γαλλικά δεν διδάχθηκα ποτέ στο σχολείο μου, αλλά ο πατέρας μου, ένας φτωχός άνθρωπος, πληρώνει εδώ και δύο χρόνια φροντιστήριο, προκειμένου να με βοηθήσει να πετύχω το όνειρό μου. Τα δύο τελευταία χρόνια λόγω πανδημίας τα μαθήματα και των γαλλικών γίνονταν διαδικτυακά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σωστή εκμάθησή τους. Πολλές φορές έχω σκεφτεί αν είναι συνταγματικό ή αν συμβαίνει σε κάποια άλλη χώρα να ζητούνται για εισαγωγή σε πανεπιστήμια μαθήματα που δεν έχουν διδαχθεί ποτέ στα σχολεία. Ξέρω τι θα μου απαντήσετε, ότι μπορώ να υποβάλω αίτηση για κάποια άλλη σχολή, όμως έχετε ακούσει ποτέ τη λέξη «όνειρο»; Ήταν το όνειρό μου λοιπόν και μου το στερείτε.
Και μου το στερείτε με έναν εντελώς παράλογο τρόπο, αφού με κρίνετε ικανή να εισαχθώ στη Γαλλική Φιλολογία Αθηνών με την ίδια βαθμολογία στα γαλλικά, αλλά όχι στο Μεταφραστικό Κέρκυρας. Δηλαδή, με το σκεπτικό σας μπορώ να διδάξω γαλλικά, αλλά δεν μπορώ να μεταφράσω. Έχει κάποια λογική αυτό;
Για μένα πάντως όχι», λέει η μαθήτρια. «Θα εισαχθώ σίγουρα σε μια άλλη σχολή. ‘‘Μικρό το κακό’’, θα πείτε. Διαφωνώ», λέει. «Το κακό είναι μεγάλο. Γι’ αυτό και η κοινωνία είναι αυτή που είναι σήμερα, με ανθρώπους που κάνουν τη δουλειά τους απλά για βιοπορισμό, χωρίς να την αγαπούν πραγματικά, χωρίς να νιώθουν δημιουργικοί, χωρίς μεράκι. Αυτή ακριβώς είναι η λέξη.
Θα εισαχθώ, λοιπόν, σε κάποια άλλη σχολή. Όμως, πάντα θα είστε στη συνείδησή μου εκείνοι που μου στερήσατε το μεράκι».
Τι έχετε να απαντήσετε, κύριε Μητσοτάκη; Τι έχετε να απαντήσετε; Μην απαντάτε σε μένα. Απαντήστε στη μαθήτρια. Τι θα απαντήσετε στην Ελένη; Αφήστε την Αντιπολίτευση. Αφήστε την Αντιπολίτευση, που δεν ξέρει που βρίσκεται!
Εσείς έχετε πάρει τέτοια φόρα, έχετε τέτοια αλαζονεία που δεν ακούτε καν όχι εμάς, αλλά δεν ακούτε τον κόσμο, δεν ακούτε τους πολίτες. Ζείτε μέσα σε μια γυάλα την οποία έχουν δημιουργήσει μέσα ενημέρωσης που από το πρωί ως το βράδυ βρίσκονται εκεί για να σας αποθεώνουν και νομίζετε ότι μπορεί να κάνετε τα πάντα. Δεν μπορείτε να κάνετε τα πάντα, γιατί υπάρχουν και άνθρωποι. Υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν ανάγκες, που έχουν όνειρα, που έχουν δικαιώματα και οι οποίοι βρίσκονται απέναντί σας τώρα.
Δώστε μια απάντηση, λοιπόν: Γιατί επιμένετε σε αυτό το έκτρωμα; Γιατί δεν έρχεστε σήμερα εδώ που σας ζητάμε, έστω την ύστατη στιγμή, να πείτε «κάναμε λάθος, θα τα ξαναδούμε όλα αυτά»; Δεν απαντάτε σε μένα. Απαντήστε σε αυτά τα παιδιά.
Όμως, πέραν της ιδεοληψίας και πέραν των συμφερόντων που θέλετε να εξυπηρετήσετε – κακά τα ψέματα – εγώ το είπα και θα το πω για άλλη μια φορά καθαρά: Είστε κυνικοί. Μέσα στην πανδημία όλη σας η έγνοια είναι να εξυπηρετήσετε ιδιωτικά συμφέροντα, αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον. Φέρατε νέο Πτωχευτικό, για να εξυπηρετήσετε τα συμφέροντα των τραπεζών, αδιαφορώντας αν χάσουν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, αν πτωχεύσουν έμποροι, νοικοκυριά, φυσικά πρόσωπα για πρώτη φορά. Φέρατε το εργασιακό νομοσχέδιο προκειμένου να υλοποιήσετε τον σχεδιασμό και να εξυπηρετήσετε τα συμφέροντα του ΣΕΒ και των μεγαλοεργοδοτών. Καταργήσατε το οκτάωρο, φέρατε απλήρωτες υπερωρίες. Δημιουργείτε ένα κλίμα ασυδοσίας στην αγορά εργασίας σε μια στιγμή όπου όλοι ψάχνουμε να φυλαχτούμε από όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και εσείς φέρνετε αυτό το νομοσχέδιο. Αδιαφορείτε για το δημόσιο συμφέρον προς όφελος των μεγαλοεργοδοτών.
Φέρατε και μια αύξηση 50 λεπτά τη μέρα. Θα τη φέρετε από το 2022, ενώ έχετε δυόμισι χρόνια κρατήσει τον μισθό καθηλωμένο. Σε μια εποχή που η ακρίβεια γιγαντώνεται, εσείς φέρνετε μια αύξηση που είναι ένα κουλούρι την ημέρα για τον εργαζόμενο -αυτό είναι- και πάλι για να εξυπηρετήσετε συμφέροντα.
Φέρατε το ασφαλιστικό προχθές στη Βουλή, το οποίο δημιουργεί μια τεράστια τρύπα στα δημόσια οικονομικά και σας επισημαίνει ακόμα και η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ότι θα δημιουργηθεί ζήτημα σε σχέση με το δημόσιο χρέος τα επόμενα χρόνια. Άρα, φέρνετε κάτι πολύ ριψοκίνδυνο χωρίς να υπάρχει ανάγκη μεταρρύθμισης στο ασφαλιστικό σύστημα – είναι βιώσιμο το ασφαλιστικό μας σύστημα – με μοναδικό στόχο να εξυπηρετήσετε τι; Κάποια ιδιωτικά συμφέροντα που θέλουν να τζογάρουν τα χρήματα των εργαζομένων και των ασφαλισμένων.
Τώρα βλέπουμε αυτό που κάνετε στην παιδεία. Γιατί το κάνετε αυτό; Σας είπα και άλλη φορά σε άλλη συζήτηση εδώ, στη Βουλή και δεν απαντήσατε ότι έχετε και μια απολύτως ταξική προσήλωση.
Δεν θα αναφερθώ σε όσα είπατε και προεκλογικά και είχαν γίνει σλόγκαν και viral για τον ψυκτικό από το Περιστέρι. Θα αναφερθώ, όμως, στο γεγονός ότι η δική μας κυβέρνηση είχε φροντίσει να δώσει μια ειδική ποσόστωση 1% στα παιδιά των νυχτερινών λυκείων. Δηλαδή, το 1% των εισακτέων αφορούσε αποκλειστικά παιδιά των νυκτερινών λυκείων. Διαγωνίζονταν ουσιαστικά μεταξύ τους για να περάσουν. Γύρω στα εξακόσια παιδιά ήταν αυτά, αν δεν κάνω λάθος.
Εσείς ήρθατε να εφαρμόσετε την ελάχιστη βάση εισαγωγής, με αποτέλεσμα να μη μπορεί προφανώς να περάσει κανένας ή ελάχιστοι.
Τα παιδιά αυτά, κύριε Μητσοτάκη, δεν είναι γόνοι ευκατάστατων οικογενειών. Ίσως είναι σε έναν άλλον κόσμο από αυτόν που εσείς έχετε συνηθίσει να ζείτε. Όμως, αυτά τα παιδιά πηγαίνουν εκεί και δουλεύουν το πρωί και πηγαίνουν το βράδυ για να σπουδάσουν και να έχουν τη δυνατότητα, παρότι δουλεύουν, να έχουν μια καλύτερη προοπτική στη ζωή τους και τους την κόβετε και αυτή.
Αυτοί είστε και μας λέτε σήμερα για την τεχνική εκπαίδευση, για τις δεξιότητες.
Η άλλη φοβερή καινοτομία: Προτείνετε ένα δεύτερο μηχανογραφικό για εισαγωγή στα ΙΕΚ. Μα, τι λέτε; Αφού για να εγγραφεί κάποιος στα ΙΕΚ, χρειάζεται μόνο το απολυτήριο. Θέλετε να καλλιεργήσετε, μάλιστα, την εντύπωση ότι τα ΙΕΚ είναι μέρος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Κύριε Μητσοτάκη, το συμπέρασμα που βγάζω εγώ, το συμπέρασμα που βγάζουμε εμείς, ως Κοινοβουλευτική Ομάδα, αλλά νομίζω σιγά σιγά και η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, είναι ότι, πέρα του γεγονότος ότι κάνετε, ας το πω λαϊκά, deals με συμφέροντα, εξυπηρετείτε συμφέροντα, αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον, έχετε και μια ιδιαίτερη εχθρότητα απέναντι στους νέους, απέναντι στη νεότητα. Κόφτης στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, προσλαμβάνετε αστυνόμους στα πανεπιστήμια αντί να προσλάβετε καθηγητές που έχουν ανάγκη. Διότι, αν θέλουμε να μιλήσουμε τούτη την ώρα για τη σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, πρέπει να μιλήσουμε για την αναλογία καθηγητών και φοιτητών στα ελληνικά και στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Προσλήψεις εκπαιδευτικών, λοιπόν, πρέπει να γίνουν και όχι αστυνομικών στα δημόσια πανεπιστήμια.
Αναφέρατε πιο πριν ψευδή στοιχεία για άλλη μια φορά, ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων μπαίνουν δεν βγαίνουν. Πού τα είδατε αυτά; Απόλυτα συγκρίσιμα είναι τα στατιστικά στοιχεία των ελληνικών πανεπιστημίων με τα ευρωπαϊκά, στο 75%. Το 75% όσων μπαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια πλέον αποφοιτούν. Όμως, έχετε αυτή την εχθρότητα απέναντι στη νεότητα: Κόφτης στα ΑΕΙ, αστυνόμοι αντί για καθηγητές, στιγματισμός των νέων για την πανδημία, «αυτοί φταίνε για όλα», ξύλο στις πλατείες, κοροϊδία με το χαρτζιλίκι των 150 ευρώ για να πάνε να εμβολιαστούν, αύξηση – κουλούρι 50 λεπτά την ημέρα που αφορά και τους νέους ανθρώπους – ιδίως ο κατώτατος μισθός – και φυσικά, αν έχεις γνώσεις γνωριμίες και κονέ, ρουσφέτια και ένα κράτος το οποίο επιτελικό μεν, αλλά διπλάσιο σε θέσεις με «γαλάζια» παιδιά και golden boys στις ΔΕΚΟ. Αυτή είναι η λογική σας.
Όμως, οι νέοι άνθρωποι επαναλαμβάνω ότι αποτελούν το μέλλον, την προοπτική αυτού του τόπου.
Γι’ αυτό σας ζητώ για άλλη μια φορά, κύριε Μητσοτάκη, το εξής: Ελάτε έστω και στο και πέντε και συναινέστε σε κάτι το οποίο δεν θα σας κάνει κακό, καλό θα σας κάνει. Θα μου πείτε: Γιατί σας το ζητώ εγώ; Θεωρώ ότι σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα που αφορά το μέλλον των νέων παιδιών δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η δική μας αντιπαράθεση.
Καλό θα κάνει, λοιπόν, στην ελληνική κοινωνία. Πάρτε πίσω σήμερα, δεχθείτε τη δική μας τροπολογία. Δεν θέλετε τη δική μας τροπολογία; Καταθέστε μια δική σας. Πάρτε πίσω, έστω για φέτος -και να ανοίξει διάλογος τι θα γίνει του χρόνου- την ελάχιστη βάση εισαγωγής, αυτή που στερεί τα όνειρα, το μεράκι για χιλιάδες νέα παιδιά σήμερα.
Λέτε ότι δεν σας ενδιαφέρει, δεν θα το κάνετε, ζείτε σε έναν άλλο κόσμο. Θεωρείτε ότι η κριτική που σας κάνουμε είναι παρωχημένη. Έχετε τυφλωθεί από την αλαζονεία της εξουσίας και των αυλοκολάκων της εξουσίας, που σας λένε ότι καλπάζετε, πηγαίνετε θαυμάσια, θα κερδίσετε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έχετε μπροστά σας, είστε ο μεγαλύτερος, ο μέγιστος των μεγίστων. Μάλιστα.
Μπορείτε να έχετε οποιαδήποτε αυταπάτη θέλετε. Εμείς, όμως, συνομιλούμε με την κοινωνία και καταλαβαίνουμε ότι η ελληνική κοινωνία βράζει και έχουμε ευθύνη απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Έχουμε ευθύνη όχι να χαϊδέψουμε αυτιά – δύσκολα θα είναι τα πράγματα – αλλά τουλάχιστον να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποκαταστήσουμε το αίσθημα της αδικίας, να ξαναφέρουμε σε αυτόν τον τόπο τη δικαιοσύνη και κυρίως, να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δημιουργήσουμε ρεαλιστικές προσδοκίες και ελπίδες.
Όπως λοιπόν, κύριε Μητσοτάκη,επειδή με ρωτήσατε και μου κάνατε κριτική γιατί δίνετε ελπίδα σε αυτά τα παιδιά, όπως λοιπόν κάναμε – και το κάναμε πράξη – με αυτούς που εσείς απολύσατε το 2014 και τους επαναπροσλάβαμε όταν γίναμε κυβέρνηση, έτσι λοιπόν λέμε σήμερα ότι η αποκατάσταση μιας αδικίας δεν είναι λαϊκισμός, αλλά είναι βασική αρχή ενός κράτους δικαίου.
Και λέμε λοιπόν σήμερα – σας το λέω και κλείνω με αυτό, γιατί πραγματικά έγνοια μου σήμερα είναι να συζητήσουμε αυτό το κρίσιμο θέμα – κύριε Μητσοτάκη, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι η εκτίμησή μου είναι πως η χρονιά που έρχεται θα είναι μια χρονιά με ραγδαίες και έντονες εξελίξεις, θα είναι πολύ φορτωμένος ο πολιτικός χρόνος, θα είναι ραγδαίες και έντονες οι πολιτικές εξελίξεις. Είμαι λοιπόν υποχρεωμένος ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να σταθώ απέναντι στον ελληνικό λαό και να μιλήσω με ευθύτητα, με ειλικρίνεια και με αίσθηση της ευθύνης. Μια προοδευτική κυβέρνηση μπορεί να ξαναβάλει τον τόπο σε τροχιά δικαιοσύνης και έχει χρέος να αποκαταστήσει τις μεγάλες αδικίες. Γι’ αυτό και δεσμεύτηκα και δεσμεύομαι ξανά, λέγοντας ότι με το που θα βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας, εάν σε έναν χρόνο από σήμερα συμβεί αυτό – προφανώς και δεν μπορεί κανείς να κουβαλάει για πάρα πολλά χρόνια αλλά, εάν μέσα στον επόμενο χρόνο έχουμε τις πολιτικές εκείνες εξελίξεις που οδηγήσουν στην πολιτική αλλαγή, πράγμα το οποίο ποθούμε και για το οποίο θα αγωνιστούμε και μέσα και έξω από τη Βουλή – τότε δεσμευόμαστε, πρώτον ότι θα καταργήσουμε αυτή την αθλιότητα που εσείς φέρατε, την ελάχιστη βάση εισαγωγής, και θα επιχειρήσουμε να θεραπεύσουμε τις φετινές αδικίες, προχωρώντας στην εξής ρύθμιση: θα ανοίξουμε παράλληλο μηχανογραφικό, ειδικά για τους υποψηφίους που δεν έχουν εισαχθεί στο πανεπιστήμιο το 2021 λόγω της ελάχιστης βάσεις εισαγωγής. Δεν θα πάρουν τη θέση κανενός άλλου να ξέρετε, γιατί θα μείνουν χιλιάδες κενές θέσεις σε σχολές οι οποίες έχουν άξιους καθηγητές, αξίες υποδομές και προοπτική, οι οποίες θα κινδυνέψουν να κλείσουν την επόμενη χρονιά, ιδίως στα περιφερειακά πανεπιστήμια. Τα τμήματα που πλέον θα είναι προσβάσιμα μέσω του ειδικού μηχανογραφικού σε αυτούς τους υποψηφίους είναι όσα δεν τους ήταν προσβάσιμα λόγω της ειδικής βάσης του 2021. Τα μόρια με τα οποία θα διεκδικήσουν πρόσβαση σε αυτά τα τμήματα είναι τα μόρια που συνέλεξαν το 2021. Θα σεβαστούμε τον αριθμό των συνολικών θέσεων που διέθεσε η κυβέρνησή σας για το 2021, δηλαδή τις εβδομήντα επτά χιλιάδες τετρακόσιες δεκαπέντε θέσεις, όμως δεν θα αφήσουμε ούτε μία θέση κενή. Ούτε ένας φοιτητής που μπορεί να σπουδάσει σε ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο δεν θα μείνει εκτός.
Και δεν θα κρυφτούμε πίσω από δήθεν αποφάσεις ιδρυμάτων για να κόψουμε νέες και νέους και αντί για εβδομήντα επτά χιλιάδες πεντακόσιες θέσεις, να δώσουμε, όπως κάνετε σήμερα εσείς, πενήντα ή εξήντα χιλιάδες.
Άρα λοιπόν τον Ιούλιο του 2022 η δέσμευσή μας είναι, εφόσον είμαστε στη διακυβέρνηση του τόπου, να ανοίξει ένα παράλληλο ειδικό μηχανογραφικό αποκλειστικά για υποψηφίους του 2021 οι οποίοι στο μηχανογραφικό που άνοιξε το Ιούλιο του 2021 δεν είχαν πρόσβαση στα τμήματα λόγω της ελάχιστης βάσης. Ταυτόχρονα, για τους υποψηφίους που εισήχθησαν, αλλά έπεσαν θύματα των στρεβλώσεων της ειδικής βάσης και των συντελεστών βαρύτητας, θα δώσουμε τη δυνατότητα μεταγραφής σε ομοειδές τμήμα, εφόσον τα συνολικά μόρια εισαγωγής του υποψηφίου είναι περισσότερα από αυτά του τελευταίου εισακτέου στο τμήμα που θέλει να μεταγραφεί.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτή είναι μια πράξη αποκατάστασης δικαιοσύνης και επαναλαμβάνω πως ό,τι είναι δίκαιο πρέπει να γίνεται πράξη. Δεν είναι υπόσχεση του αέρα. Και βεβαίως αυτή η θέση και στάση και η δέσμευση δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται με τη δέσμευση που έχουμε και τον σχεδιασμό, τώρα που είμαστε εκτός μνημονιακής επιτήρησης, να δώσουμε βάρος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στη δευτεροβάθμια, διπλασιάζοντας τη χρηματοδότηση των ελληνικών πανεπιστημίων, διπλασιάζοντας τον αριθμό των καθηγητών του πανεπιστημίου σε βάθος τετραετίας. Είναι προτάσεις κοστολογημένες, που έχουν στόχο, επαναλαμβάνω, την ενίσχυση των πανεπιστημίων μας.
Θέλω, κλείνοντας, να απευθυνθώ στους νέους και τις νέες που σήμερα αισθάνονται αποτυχημένοι, ενώ τα πήγαν εξαιρετικά καλά στις πανελλαδικές εξετάσεις, και σε χιλιάδες άλλους που δεν τα πήγαν τόσο καλά, αλλά θα μπορούσαν να είχαν εισαχθεί, και σήμερα, εξαιτίας της στάσης της κυβέρνησης, βρίσκονται εκτός. Θέλω να τους πω ότι δεν αποτύχατε. Μην το θεωρείτε σαν μια προσωπική ήττα. Είσαστε θύματα, δυστυχώς, ενός εκδικητικού συστήματος, που δεν έχει βασιστεί σε καμία ακαδημαϊκή μελέτη, παρά μονάχα σε πολιτικές σκοπιμότητες. Είσαστε θύματα μιας φανατισμένης, εμμονικής κυβέρνησης, που νομίζει ότι διαλύοντας τη δημόσια παιδεία θα εκδικηθεί τους πολιτικούς της αντιπάλους. Στην πραγματικότητα σκάβει τον λάκκο της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί. Θα είμαστε δίπλα σας, αλλά κοιτάξτε μπροστά. Το μέλλον σας ανήκει.
Δευτερολογία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων
Νομίζω ότι είναι ηλίου φαεινότερον ότι εδώ υπάρχουν δύο κάθετα διαφορετικές αντιλήψεις για την εκπαιδευτική διαδικασία.
Θα ήθελα πριν δώσω κάποιες απαντήσεις στον κ. Μητσοτάκη, τουλάχιστον να αποκαταστήσουμε πάνω σε τι διαφωνούμε και ποια είναι τα στοιχεία τα οποία παραθέτουμε στον δημόσιο διάλογο. Ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε κάποια επιχειρήματα τα οποία έχει καταθέσει στο δημόσιο διάλογο και η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως, τα οποία επιχειρήματα δεν ευσταθούν σε ό,τι αφορά τα στοιχεία. Έφερε για άλλη μια φορά έναν πίνακα ο οποίος δείχνει ότι η χώρα μας είναι με το μικρότερο ποσοστό αποφοίτων σε σχέση με τους εισακτέους σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, αυτά τα στοιχεία αφορούν όλους τους φοιτητές που έχουν εγγραφεί σε δημόσια ανώτατα και τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα στη χώρα από το 1980 και μετά.
Αντιθέτως, κύριε Μητσοτάκη, εγώ θα σας καταθέσω σήμερα κάποια πιο πρόσφατα στοιχεία, τα οποία θαρρώ πως δεν θα είναι εύκολο να τα αμφισβητήσετε διότι έχουν τη σφραγίδα της Τράπεζας της Ελλάδας και του κ. Στουρνάρα, τον οποίον φαντάζομαι ότι εκτιμάτε διότι ανανεώσατε και τη θητεία του.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, λοιπόν, με έκθεσή της αποτυπώνει έρευνα που έγινε το 2019 -και θα την καταθέσω στα Πρακτικά- όσον αφορά το ποσοστό όσων δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στη χώρα. Και μάλιστα δίνει και ένα διάγραμμα λέγοντας ότι είναι ενθαρρυντικό στοιχείο η πάρα πολύ σημαντική μείωση αυτού του ποσοστού των νέων ηλικίας 18 έως 24 ετών που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. Έχει πέσει από 14,2% το 2009 σε μόλις 4,7% το 2018, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «28» αυτό είναι στο 10,6% – αυτά είναι στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος – για νέους, επαναλαμβάνω, 18 έως 24 ετών.
Εσείς, λοιπόν, έρχεστε εδώ με τη λαθροχειρία κάποιων ανθρώπων που από το ‘80 και μετά – σήμερα μπορεί να είναι 40, 50, 60 χρόνων – για διάφορους λόγους είτε δυσκολιών στη ζωή τους είτε επιλογών στη ζωή τους άφησαν το πανεπιστήμιο. Έρχεστε και τους αθροίζετε, για να βγάλετε ένα επιχείρημα βγαλμένο από την κοιλιά σας, όταν – επαναλαμβάνω και ελπίζω να μην αμφισβητήσετε τα στοιχεία που σας παραθέτω, είναι επίσημα στοιχεία, στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος – τα στοιχεία λένε ότι είμαστε την τελευταία διετία, ευτυχώς, καλύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ηλικίες που μας ενδιαφέρουν, 18 έως 24 ετών. Το καταθέτω στα Πρακτικά.
Όπως επίσης θα ήθελα να καταθέσω στον δημόσιο διάλογο, στη συζήτηση που κάνουμε και ποια είναι και η κατεύθυνση που δίνεται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί είπατε πως εσείς πιστεύετε πως ένας νέος άνθρωπος δεν έχει κανένα νόημα να μπαίνει σε μια σχολή αν δεν έχει γράψει καλά. Αμφισβητήθηκε το επιχείρημά σας ότι δεν τελειώνει το πανεπιστήμιο, ότι δεν παίρνει το πτυχίο, αλλά ισχυριστήκατε ότι είναι δώρον άδωρον να πάρει ένα πτυχίο το οποίο ενδεχομένως δεν θα είναι της ίδιας αξίας στην αγορά εργασίας με ένα πτυχίο μιας σχολής προβεβλημένης, ενδεχομένως και πιο ουσιαστικής εκπαιδευτικής διαδικασίας, στις μεγάλες σχολές της χώρας μας, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Δεν είναι έτσι.
Εν πάση περιπτώσει, σας καταθέτω εδώ το εξής, πάλι να συγκρίνουμε ποσοστά, τουλάχιστον να ξέρουμε σε τι διαφωνούμε. Στην ηλικία 25 ως 34 ετών το 43,7% του πληθυσμού αυτού στη χώρα μας είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου έναντι του 40,1%, του μέσου όρου στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα είναι 43,7%, στην Ευρώπη είναι 40,1%, μέσος όρος. Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά; Και εν τοιαύτη περιπτώσει, εγώ δεν θεωρώ πρόβλημα, μειονέκτημα, θεωρώ πλεονέκτημα ότι η χώρα μας έχει νέους ή εν πάση περιπτώσει στην κρίσιμη ηλικία των 25 ως 34 ετών, νέους ανθρώπους που έχουν κατάρτιση, γνώσεις, σπουδές, πανεπιστημιακούς τίτλους.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας μας είναι ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Οι νέοι που έχουν γνώσεις είναι ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και πρέπει να το αξιοποιήσουμε αυτό το πλεονέκτημα. Το πρόβλημα είναι ότι φεύγουν κατά χιλιάδες στο εξωτερικό, με την οικονομική κρίση, με τις μνημονιακές πολιτικές που επιβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Αυτό είναι το πρόβλημα, ότι στελεχώνουν την παραγωγική μηχανή, την παραγωγική δομή άλλων κρατών και όχι τη δική μας, ενώ τους έχουμε εκπαιδεύσει στα δικά μας δημόσια πανεπιστήμια. Δεν είναι το πρόβλημα ότι τους εκπαιδεύουμε όμως, δεν είναι το πρόβλημα ότι αποκτούν γνώσεις, δεν είναι πρόβλημα η ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας, κάθε ελληνικής οικογένειας που έχει ως αυταξία τη γνώση και θέλει τα παιδιά της να σπουδάσουν. Ναι, γνωρίζω ότι δεν είναι το ίδιο που συνέβαινε τη δεκαετία του ‘70 και του ‘60 ή και του ‘80 ακόμα, που υπήρχε αυτή η κοινωνική κινητικότητα και πράγματι ήξερε κανείς, κάθε ελληνική οικογένεια ότι αν το παιδί σπουδάσει γιατρός, δικηγόρος ή μηχανικός αυτομάτως θα υπάρξει μία αναδιανομή, θα έλεγε κανείς, μια κινητικότητα, δηλαδή θα αλλάξει κοινωνική διαστρωμάτωση το παιδί και η οικογένεια. Κι έτσι έγινε. Έτσι έγινε και τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70.
Οι γονείς των περισσοτέρων από εμάς ήταν παιδιά αγροτών, κτηνοτρόφων και σπούδασαν. Ή και πολλοί από όσους είναι σ’ αυτή εδώ την Αίθουσα, που ήταν παιδιά αγροτών, κτηνοτρόφων, εν πάση περιπτώσει εργατών, σπούδασαν με την αξία τους, αλλάξαν κοινωνικό περιβάλλον. Η κοινωνική κινητικότητα, την οποία είπατε. Όμως, σήμερα πράγματι έχουν αλλάξει οι εποχές. Δεν είμαστε σ’ αυτή την εποχή, διότι σήμερα δεν σου διασφαλίζει ένα διαφορετικό εισόδημα και επίπεδο ζωής το να βγάλεις μια πανεπιστημιακή σχολή. Σου διασφαλίζει όμως ένα πολύ σημαντικό εφόδιο και αξία σε κάθε εποχή για κάθε νέο άνθρωπο, που είναι η γνώση.
Εμείς πιστεύουμε στην αυταξία της γνώσης. Εμείς παλεύουμε, λοιπόν – κι εκεί είναι η διαφορά μας – όχι να κόβονται παιδιά από πανεπιστημιακές σχολές, να μπαίνουν τα παιδιά, αλλά να παρέχονται ουσιαστικές σπουδές σε αυτά τα παιδιά και στο τελευταίο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στην τελευταία πανεπιστημιακή σχολή, να είναι ουσιαστικές οι σπουδές για αυτά τα παιδιά. Γι’ αυτό και λέμε να προσλάβουμε καθηγητές. Αν βρείτε – δεν τα έχω πρόχειρα, αλλά έχει σημασία να κάνουμε αυτή τη συζήτηση με ειλικρίνεια, τη σύγκριση, σας το είπα και πριν – της αναλογίας που αφορά τους καθηγητές ανά φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια με αυτή που είναι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, εκεί θα δείτε πού βρίσκεται το μεγάλοhandicap, όχι στον αριθμό των φοιτητών.
Και εδώ σας παραθέτω και το τι πρότεινε η Κομισιόν. Πρότεινε ως το 2030 αυτό το ποσοστό του πληθυσμού 25 ως 34 ετών με πανεπιστημιακά πτυχία να ανέβει σε τουλάχιστον 50%. 43,7% στην Ελλάδα, 40% μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κομισιόν προτείνει να ανέβει στο 50%. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε σε πρώτη φάση το ποσοστό αυτό να ανέβει στο 45%. Γιατί; Κι εσείς μας λέτε εδώ τα αντίθετα.
Ναι, βεβαίως και τα ΙΕΚ, βεβαίως και η τεχνολογική κατάρτιση. Καμία αντίρρηση. Εμείς είμαστε αυτοί οι οποίοι άλλωστε έχουμε δώσει τη δυνατότητα με το απολυτήριο, να μπορούν τα παιδιά να παίρνουν υψηλού επιπέδου κατάρτιση από δημόσια ΙΕΚ, αλλά όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση και εσείς σε μια ελιτίστικη αντίληψη, κάπου υπάρχει θέμα εδώ. Να το ψάξετε. Είναι ιδεοληπτική εμμονή, είναι η έγνοια σας – επαναλαμβάνω – όχι για τα δημόσια αλλά για τα ιδιωτικά ΙΕΚ, που δεν είμαστε εμείς χορηγοί, εσείς είστε χορηγοί;
Η Ευρώπη θέλει ολοένα και περισσότερους πολίτες με πανεπιστημιακά εφόδια επειδή θέλει μια ανάπτυξη υψηλού τεχνολογικού επιπέδου που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, αλλά και της κλιματικής αλλαγής. Αυτά προτείνει η Ευρώπη και θέτει ως στόχους. Και εσείς εδώ έρχεστε με μια επιχειρηματολογία παρωχημένη, με επιχειρήματα τα οποία δεν στέκουν, δεν έχουν βάση, να κάνετε τα ακριβώς αντίθετα.
Και εν τοιαύτη περιπτώσει, κύριε Μητσοτάκη, η Νέα Δημοκρατία είχε αυτή την άποψη και παλαιότερα. Επί κυρίας Γιαννάκου, αν δεν κάνω λάθος, υπουργού, νομοθέτησε τη βάση του δέκα. Κοιτάξτε διαφορά. Εσείς εδώ νομοθετήσατε ένα πλέγμα διατάξεων που βάζει κρυφούς κόφτες και έχουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις σαν της Ελένης που σας διάβασα σήμερα και δεν δώσατε απάντηση, σαν του Διονύση που διάβασα την προηγούμενη εβδομάδα και δεν πήρα απάντηση παρά μονάχα το ψέμα και τον υποβιβασμό, τον σνομπισμό της «άριστης» υπουργού ότι «δεν είσαι ικανός να περάσεις. Και πέρυσι θα κοβόσουν». Δεν είναι αληθές, και το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.
Ούτε βεβαίως είναι αληθές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός ο οποίος διαφωνεί γιατί λαϊκίζει. Η βάση του δέκα εφαρμόστηκε. Και εφαρμόστηκε, επαναλαμβάνω, χωρίς τις κρύφιες διατάξεις που δεν έκοβε τότε τόσους πολλούς όσους κόβει σήμερα και που δημιουργεί αυτή την απαράδεκτη κατάσταση τού να κόβονται ακόμη και άριστοι μαθητές από τη σχολή επιλογής τους.
Όταν ήρθε λοιπόν η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου τότε, η αγαπητή σας και αγαπητή σε όλους μας – αλλά εσείς την συμπαθείτε περισσότερο μάλλον απ’ ό,τι εμείς, διότι συμφωνείτε και ιδεολογικά μαζί της, εμείς έχουμε διαφωνήσει ανοιχτά – κυρία Διαμαντοπούλου ως υπουργός Παιδείας κατάργησε τη βάση του δέκα.
Ξέρετε τι δήλωσε στο υπουργικό συμβούλιο στις 13 Απριλίου του 2010; Εσείς την προτείνατε για να αναλάβει μια πολύ σημαντική θέση στον ΟΟΣΑ και λέτε ότι συμφωνείτε μαζί της. Ξέρετε τι έλεγε; Τέσσερα χρόνια μετά την εφαρμογή της βάσης του δέκα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη μελέτης που να αποδεικνύει ότι βάση του δέκα πέτυχε στο ελάχιστο την άνοδο της ποιότητας των σπουδών στο λύκειο ή στα τριτοβάθμια ιδρύματα. Η κ. Διαμαντοπούλου,
Άρα, δεν είμαστε εμείς εδώ ιδεοληπτικοί. Εσείς είστε απόλυτα ιδεοληπτικός και εμμονικός. Εσείς είσαστε μια μειοψηφία της μειοψηφίας που επιμένετε.
Λέτε ότι εμείς εδώ λαϊκίζουμε. Εμείς έχουμε ευθύνη να θέσουμε τα προβλήματα και να διεκδικήσουμε να αποκατασταθεί η αδικία. Σας λέμε «κάντε το εσείς». Δεν το κάνετε εσείς; Έχουμε ευθύνη απέναντι στους πολίτες να πούμε ότι σε ό,τι μας αφορά θα την αποκαταστήσουμε αυτή την αδικία. Δεν είναι λαϊκισμός. Μάλλον δεν θα έχετε και πολύ μεγάλη εικόνα για το τι συνέβαινε παλαιότερα.
Όταν εγώ έδωσα πανελλαδικές εξετάσεις, μπορούσες να κρατήσεις τη βαθμολογία από ένα ως τέσσερα μαθήματα για την επόμενη χρονιά. Κάτι παρόμοιο προτείνουμε βεβαίως, καθ’ υπέρβαση του αριθμού των εισακτέων της επόμενης χρονιάς, να εφαρμοστεί για να αποκατασταθεί αυτή η αδικία, εφόσον βεβαίως έχουμε εμείς την ευθύνη. Αυτό υποσχόμαστε, αυτό δεσμευόμαστε. Σας λέμε «κάντε το εσείς».
Κι ένα τελευταίο σχόλιο, κύριε Μητσοτάκη. Οι ρυθμίσεις που εισάγει σήμερα η κυβέρνηση – γιατί είπατε ότι δεν μίλησα για το νομοσχέδιο, αλλά νομίζω ότι ήταν πολύ σημαντικότερα τα ζητήματα που θίξαμε και αντιπαρατεθήκαμε γι’ αυτά και έπρεπε να τεθούν κατά προτεραιότητα – είναι όσα ακριβώς ζητούσε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η τρόικα από το 2015 ως το 2018 που βγήκαμε από τα μνημόνια. Ακριβώς αυτά.
Κατηγορήσατε τώρα και τον κ. Φίλη ότι δήθεν είναι αυτός ο οποίος έχει υπόγειες διασυνδέσεις με τους κολλεγιάρχες. Σοβαρευτείτε. Καταθέστε εδώ επιχειρήματα που να στέκουν. Η τρόικα επέβαλε τότε – ναι, πράγματι – να εφαρμοστεί η δέσμευση Αρβανιτόπουλου και μόλις η τρόικα έφυγε από τη χώρα, γιατί κάποιοι κατάφεραν να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια, αυτό το συγκεκριμένο άρθρο αποκαταστάθηκε από τη δική μας κυβέρνηση.
Αλλά εσείς, παρότι βγήκαμε από τα μνημόνια, φέρνετε όλες τις μνημονιακές επιλογές, διότι είσαστε σε ταυτόσημη ιδεολογική και πολιτική στάση με αυτούς που μας επέβαλαν, με πολλά από αυτά που μας επέβαλαν, όχι με όλα, αλλά σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, είναι ακριβώς τα ίδια. Τι λέγανε; Ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών, αυξημένες εξουσίες του διευθυντή, αυτονομία του σχολείου. Τι κάναμε εμείς;
Εμείς καταφέραμε μετά από μια δύσκολη διαπραγματευτική διαδικασία και στρατηγική – δεν ήταν εύκολο – να καταθέσουμε και εν πολλοίς να επιβάλλουμε τη δική μας ατζέντα, όχι μόνο για διορισμούς που σήμερα εσείς θέλετε να πάρετε τη δόξα. Αλλά, εν πάση περιπτώσει γνωρίζει ο κόσμος, ο ελληνικός λαός ποιοι κατάφεραν και το ένα προς ένα, που αν δεν υπήρχε τώρα και ήταν ένα προς πέντε, δεν θα μπορούσατε να μιλάτε καθόλου για διορισμούς, αλλά και ποιοι εξήγγειλαν και ολοκληρώνονται τώρα διορισμοί και της ειδικής αγωγής και αυτές που είπατε σήμερα.
Εμείς λοιπόν όχι μόνο για διορισμούς, αλλά και για τη μη εφαρμογή της τιμωρητικής ατομικής αξιολόγησης. Θέλαμε και θέλουμε την αξιολόγηση ως έννοια, μέσα όμως από την ενίσχυση της συλλογικότητας, την καθιέρωση της δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης, την οποία η Νέα Δημοκρατία είχε καταψηφίσει, και πολλών άλλων ρυθμίσεων.
Και βεβαίως, ένα άλλο θέμα που έπρεπε να επιλυθεί στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με την τρόικα ήταν αυτό το αγκάθι της ατομικής αξιολόγησης. Ξέρετε ότι υπάρχει πολύ αρνητικό κλίμα και στους εκπαιδευτικούς για το ζήτημα αυτό. Υπάρχει όμως και μια μεγάλη προσπάθεια που κάνετε διαρκώς να λέτε ότι η Αριστερά είναι αντίθετη με την έννοια της αξιολόγησης. Δεν ισχύει αυτό.
Εμείς ως κυβέρνηση προχωρήσαμε σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις, σε μια προσπάθεια να αρχίσει να δημιουργείται μια κουλτούρα αποτίμησης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου στο σχολείο, όχι με όρους επίδειξης, καθώς η αξιολόγηση δεν είναι όπως τα καλλιστεία, αλλά με όρους ανάδειξης της δυναμικής των συλλογικοτήτων, των συλλόγων διδασκόντων, σε συνεργασία με τις εκπαιδευτικές δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου. Όχι την τιμωρητική ατομική αξιολόγηση, αλλά μια συλλογική κουλτούρα αποτίμησης.
Έρχεστε εσείς σήμερα κι όλα αυτά τα καταργείτε. Έρχεστε και καταργείτε τα περιφερειακά κέντρα εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Γιατί το κάνετε αυτό; Και εν τοιαύτη περιπτώσει, αν είστε υπέρ της αξιολόγησης, γιατί δεν αξιολογείτε πρώτα τι έκαναν αυτά τα κέντρα, τι έργο παράξανε, τι έχουν κάνει όλο αυτό το διάστημα. Αλλά γιατί ο στόχος σας δεν είναι η αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά η ατομική και τιμωρητική αξιολόγηση. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο το αν θα αξιολογηθεί κάποιος, αλλά και πώς και ποιος θα τον αξιολογεί.
Με όλα αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω να επαναλάβω τη ριζική διαφωνία που έχουμε με τη λογική σας για τα εκπαιδευτικά πράγματα. Είναι πράγματι δύο διαφορετικοί κόσμοι και το καταλαβαίνει ο καθένας αυτό. Θεωρώ όμως ότι σήμερα έγινε αντιληπτό ότι ο ένας κόσμος είναι ο προοδευτικός δημοκρατικός κόσμος που θέλει συλλογικές διαδικασίες, θέλει να προκόψει το κάθε παιδί που έχει τη δυνατότητα ανεξάρτητα από την οικονομική του δύναμη, τη δύναμη των γονιών του, και θέλει ουσιαστικά να επενδύσουμε στην εκπαίδευση στο σχολείο και το πανεπιστήμιο. Η άλλη πλευρά – ναι, θα το πω – έχει μια ελιτίστικη αντίληψη.
Είναι ελιτισμός να πιστεύεις ότι στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης πρέπει να κόψεις τη δυνατότητα παιδιών να σπουδάσουν, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσεις δήθεν καλύτερη ποιότητα παρεχόμενων σπουδών.
Καλύτερη ποιότητα παρεχόμενων σπουδών και γνώσης θα δημιουργήσουμε με ένα σχέδιο ποιοτικής αναβάθμισης και των σχολείων και των πανεπιστημίων με αύξηση του προϋπολογισμού για την παιδεία, αύξηση των κονδυλίων για το σχολείο και για το πανεπιστήμιο, προσλήψεις σε καθηγητές και πανεπιστημιακούς.
Έτσι θα φτιάξουμε το πανεπιστήμιο και το σχολείο το δημοκρατικό και το προοδευτικό για την επόμενη μέρα του τόπου. Όχι με αποκλεισμούς, όχι με κόφτες, όχι με μια ελιτίστικη αντίληψη που μας γυρνάει πολλά χρόνια πίσω.