Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Οι διαδρομές που εμφανίζονται παράλληλες, αλλά στην πραγματικότητα τέμνονται. Στην αφετηρία τους, και αναγκαστικά στον επίλογό τους. Η εκκωφαντική άρνηση της Κριστίν Λαγκάρντ να συναινέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη διαγραφή χρέους, ώστε να καταστεί περισσότερο ρεαλιστική και βιώσιμη η ανάκαμψη της οικονομίας χωρών της Ευρώπης, στη σκιά των δραματικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού, έρχεται να επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους όσων παρακολουθούν ψύχραιμα και συνθετικά τις διεθνείς εξελίξεις.
Σε συνδυασμό με την πρόσφατη συνέντευξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, περί της ανάγκης να υπάρξουν δημοσιονομικοί στόχοι για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς την επίτευξη των οποίων δεν θα εκταμιεύεται οικονομική βοήθεια από το Ταμείο Ανάκαμψης, είναι προφανές και μάλλον αυταπόδεικτο ότι, στην ταλαιπωρημένη ήπειρό μας επιστρέφει καλπάζουσα η προοπτική νέων Μνημονίων.
Μια εξέλιξη οδυνηρή, ειδικά για την Ελλάδα, που βίωσε επί μια δεκαετία τον κανιβαλισμό της κοινωνίας από την εφαρμογή μιας αποκρουστικής μνημονιακής λιτότητας, η οποία οδήγησε στη φτωχοποίηση των πολιτών, το ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων και την υποτίμηση της ποιότητας ζωής στην πατρίδα μας.
Νέα Μνημόνια που θα έρθουν ως συνέχεια των προηγούμενων, συνιστούν συνταγή αυτοκαταστροφής. Για την Ευρώπη στο σύνολό της, αλλά και για τα κράτη-μέλη ξεχωριστά. Μια ακόμη… βενζίνη στα άκρα και τις ακρότητες, θα είναι ασυγχώρητη.