Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023
Μια υπόθεση (του στεγάστρου Καλατράβα) που εικονοποιεί αβίαστα και σε υπερθετικό βαθμό την εθνική κακοδαιμονία. Εξηγεί την παρακμή. Επιβεβαιώνει τη φθορά. Μελαγχολεί και απογοητεύει για ένα μέλλον που χάθηκε, ενώ θα μπορούσε να είναι διαφορετικό.
Ένα… manual που χάθηκε, και συνέβαλε, μεταξύ άλλων, στην απουσία συντήρησης ενός έργου το οποίο συμβόλιζε καλύτερες, περισσότερο φωτεινές και αισιόδοξες εποχές για το έθνος των Ελλήνων. Ένα έθνος περήφανο και ταυτόχρονα ταλαιπωρημένο από τις περισσότερο εξοργιστικές παθογένειες της διαχρονικής ταυτότητάς μας.
Τέτοιες μέρες (4 Οκτωβρίου) η Ελλάδα γύριζε σελίδα το 2009, με τις βουλευτικές εκλογές που επανέφεραν το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου στην εξουσία, και ώθησαν σε αποχώρηση τον Κώστα Καραμανλή. Μια αναμέτρηση που προσέλαβε χαρακτηριστικά ιστορικής παρατήρησης και μελέτης, ως οι εκλογές του «λεφτά υπάρχουν». Η αφετηρία της εθνικής περιπέτειας των Μνημονίων, που οδήγησε στην αποσυναρμολόγηση του κοινωνικού ιστού, τη φτωχοποίηση των Ελλήνων, την υποχώρηση του διεθνούς αποτυπώματος της χώρας.
Οι «διορθωτικές» κινήσεις του εκλογικού σώματος μετά τις εκλογές του 2019 προσφέρουν «οξυγόνο» για ανάκτηση των κεκτημένων. Το μωσαϊκό που έχει διαμορφωθεί στη χώρα ωστόσο, δεν είναι εύκολο να αποχωριστεί τις πινελιές του διχασμού που κυριαρχεί σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας.
Η κοινωνία έχει απογοητευτεί. Και το δείχνει. Με τη μεγαλύτερη αποχή στην Ιστορία της Μεταπολίτευσης, που καταγράφηκε στις εκλογές του Ιουνίου, με την αποστασιοποίηση από το δημόσιο γίγνεσθαι, με την απάθεια απέναντι σε παθογένειες που πληγώνουν το Σώμα της Δημοκρατίας, με την απαξιωτική θέαση των Θεσμών, με την απομόνωση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» απέναντι στην επέλαση και παγίωση της κυριαρχίας των άκρων.
Είναι λες κα χάσαμε το… manual της Δημοκρατίας. Της συντήρησης, προφύλαξης και επικαιροποίησης του αρτιότερου των πολιτευμάτων που εμπνεύστηκε το ανθρώπινο μυαλό. Και όπως ακριβώς συνέβη και με το στέγαστρο Καλατράβα, όταν κάτι δεν το φροντίζεις, το εγκαταλείπεις στην οδύνη της φθοράς.