Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Πριν από δύο Σάββατα καθόμασταν με τον Ηλία Νικολακόπουλο στο «γραφείο» του στην Τζια, στο καφενείο του ΤΖΙΜΥ. Αναλύαμε, ως συνήθως, τις πολιτικές εξελίξεις, τις δημοσκοπήσεις, το πότε θα γίνουν οι εκλογές. Κάπνιζε, όπως πάντοτε, και μου είπε ότι δεν θα καθόταν πολύ στο νησί γιατί έπρεπε να πάει στον γιατρό του στην Αθήνα, διότι όλοι του έλεγαν ότι έπρεπε να κάνει μια επέμβαση στην καρδιά.
Λίγες ημέρες αργότερα, του τηλεφώνησα να τον ρωτήσω πότε θα έκανε την επέμβαση και μου είπε ότι θα περίμενε μέχρι τις αρχές Ιουλίου. Δεν πρόλαβε, η καρδιά του δεν άντεξε ενώ κολυμπούσε την Πέμπτη στη Σύρο. Η στενοχώρια μου αναμείχθηκε με θυμό, γιατί ήξερε το πρόβλημα, αλλά δεν το φρόντισε έγκαιρα. Ηθελα να του φωνάξω «γιατί, βρε Ηλία;».
Ο Νικολακόπουλος ήταν πολύπλοκος, έξυπνος άνθρωπος, που έζησε πολλά, αλλά μιλούσε λίγο για το δικό του παρελθόν. Ηταν «θύμα» της Ιστορίας από μικρός, καθώς μεγάλωσε σε ένα σπίτι μακριά από τους γονείς του, οι οποίοι ήταν εξορία. Αυτές του οι εμπειρίες τον σφράγισαν. Οι φίλοι που διαφωνούσαν μαζί του κατανοούσαν πάντοτε το πείσμα με το οποίο υπερασπιζόταν τις θέσεις του, αλλά και ανθρώπους, ομάδες, ιδέες που για εμάς ήταν ακραίες.
Ο Ηλίας λάτρευε την Ιστορία. Αυτό το έζησα από κοντά. Αυτός οργάνωσε και κάναμε μαζί μια συνέντευξη του Λεωνίδα Κύρκου, στην οποία μίλησε με σκληρούς όρους για την ηγεσία της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Την ώρα που τη γράφαμε στο σπίτι του Κύρκου στην Καλλιδρομίου, έβλεπα στο πρόσωπό του τα ανάμεικτα συναισθήματα: από τη μία τη δυσφορία του, που απομυθοποιούσε κάποιος εκ των έσω αριστερά τοτέμ, από την άλλη τη χαρά του, γιατί είχαμε μόλις ακούσει μια de profundis πολύτιμη μαρτυρία.
Ο Νικολακόπουλος πρόσφερε πολλά στην Ιστορία με τα βιβλία του, τις μελέτες και τα συνέδρια που οργάνωνε. Με τα χρόνια είχε γίνει πολύ πιο ήπιος και συνεργαζόταν άψογα με ιστορικούς της αντίπερα όχθης, οι οποίοι τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν απεριόριστα. Πνεύμα ζωντανό, έψαχνε πάντοτε σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας και είχε αγάπη και αφοσίωση στην έρευνα του αρχειακού υλικού. Αυτό φάνηκε, άλλωστε, στον ρόλο του στα ΑΣΚΙ.
Οι περισσότεροι Ελληνες ήξεραν τον Ηλία από το Mega και τις εκλογικές αναλύσεις του. Πάντοτε αγχωμένος την ημέρα των εκλογών, έπαιρνε το τακτικό του τηλέφωνο γύρω στις 3 για να δώσει μια πρώτη εικόνα. Ηταν απίθανα ακέραιος στην ανάλυση των δεδομένων, έβαζε προσεκτικά ιδεολογικές και κομματικές πεποιθήσεις στην άκρη. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγαλύτερο μέρος της νέας γενιάς εκλογολόγων δεν ήταν απλώς μαθητές του, αλλά τον θεωρούσαν γκουρού τους. Οπως και ο κάθε Ελληνας πολίτης, ρωτούσαν «και ο Ηλίας τι λέει;». Είχε πολύ καθαρό μυαλό και δικαιολογημένα κέρδισε την εμπιστοσύνη μιας πολύ δύσπιστης κοινωνίας.
Χάσαμε έναν λαμπρό επιστήμονα και άνθρωπο χθες. Προσωπικά έχασα έναν πολύ καλό φίλο και συνταξιδιώτη στην ιστορική έρευνα. Πέρα, όμως, από τις προσωπικές αναμνήσεις, συγκρατώ ένα πράγμα: Πόσο σημαντικό είναι να έχεις στη ζωή συνομιλητές και φίλους που έρχονται από κάπου αλλού. Και να καταλαβαίνεις με τα χρόνια πόσα είναι αυτά που σας ενώνουν, παρά αυτά που σας χωρίζουν.
Καλό σου ταξίδι, Ηλία!