Γράφει ο Τάσος Παππάς
Τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις και το διπλωματικό προσωπικό της χώρας εφάρμοσαν στα λεγόμενα εθνικά θέματα τη στρατηγική της καθυστέρησης. Πίστεψαν ότι είναι προτιμότερο ένα πρόβλημα να παραμένει σε εκκρεμότητα παρά να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την επίλυσή του, γιατί καραδοκεί ο κίνδυνος μιας δυσάρεστης εξέλιξης. Επίσης οι αντιπολιτεύσεις με παχυλή ευκολία εκτόξευαν κατηγορίες για ενδοτική πολιτική κάθε φορά που μια κυβέρνηση επιχειρούσε να συζητήσει επί της ουσίας με τις γειτονικές χώρες.
Ετσι πορευτήκαμε στο Μακεδονικό μέχρι τη Συμφωνία των Πρεσπών, έτσι πορευόμαστε στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά. Στο Μακεδονικό θεωρούσαμε ότι με επιθετική διπλωματία, με διακίνηση σεναρίων για διαμελισμό της ακατονόμαστης και με ασφυκτική οικονομική πίεση (εμπάργκο) θα τρομάζαμε τους γείτονες και θα τους υποχρεώναμε να υποχωρήσουν, ενώ υπήρχε και ένα ισχυρό ρεύμα στο πολιτικό και διπλωματικό σώμα που εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι η γειτονική χώρα λόγω των εσωτερικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει σύντομα θα διαλυθεί, οπότε το θέμα του ονόματος θα λυθεί αυτομάτως.
Καθυστέρηση και στο Κυπριακό παρά το γεγονός ότι αυτό που έχει αποδειχτεί στο συγκεκριμένο θέμα είναι ότι «κάθε πέρσι και καλύτερα». Οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν, ο σημερινός πρόεδρος της Κύπρου Αναστασιάδης, που είχε ταχθεί υπέρ του σχεδίου Ανάν, είχε την ευκαιρία για εποικοδομητική λύση στο Κραν Μοντανά, είχε έναν αξιόπιστο συνομιλητή στην άλλη πλευρά, τον νηφάλιο και ρεαλιστή Ακιντζί, αλλά την τελευταία στιγμή αναδιπλώθηκε υπερηφάνως.
Ισως φοβήθηκε ότι θα κατηγορηθεί για ενδοτισμό. Καλύτερα άλυτο το Κυπριακό, παρά λυμένο με τρόπο που δεν θα βολεύει πολλούς και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Σήμερα και ο Ερντογάν και ο Τατάρ (ο διάδοχος του Ακιντζί) μιλούν για δύο κράτη. Είναι θετική εξέλιξη; Μήπως οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ της ελεύθερης Κύπρου δεν έχουν πρόβλημα με τη διχοτόμηση αρκεί να μην τη χρεωθούν αυτές;
Στα Ελληνοτουρκικά με ελάχιστες εξαιρέσεις (π.χ. επί υπουργίας Γιώργου Παπανδρέου) ακολουθήσαμε τη γραμμή της ακινησίας. Η βασική αρχή ήταν «δεν διεκδικούμε τίποτα, δεν παραχωρούμε τίποτα» που στην ανδρεοπαπανδρεϊκή εκδοχή της πήρε το σχήμα «μη διάλογος, μη πόλεμος». Η αγωνία των κυβερνήσεων ήταν να μην υπάρχει ένταση τα καλοκαίρια και πληγεί ο τουρισμός, δηλαδή η… βαριά βιομηχανία της χώρας. Το υπόλοιπο διάστημα καταγγέλλαμε τις τουρκικές προκλήσεις, επικαλούμασταν το Διεθνές Δίκαιο και προτείναμε την προσφυγή στη Χάγη μόνο για τις διαφορές που εμείς πιστεύουμε ότι είναι οι μοναδικές που έχουμε με την Τουρκία (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ).
Ποιο είναι το κέρδος; «Υπογράφαμε» μορατόριουμ για τα καλοκαίρια -τα ήθελαν και οι Τούρκοι για τους ίδιους λόγους-, ωστόσο οι ηγεσίες της Τουρκίας (είτε οι κεμαλιστές, είτε οι ισλαμιστές), αξιοποιώντας την άρνησή μας να συζητήσουμε επί της ουσίας, φορτώνουν συνεχώς την ατζέντα με θέματα [casus belli για την επέκταση των χωρικών υδάτων μας, γκρίζες ζώνες, έρευνες σε αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές για να δημιουργήσουν τετελεσμένα, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, μουσουλμανική (τουρκική τη λένε) μειονότητα, αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης], ζητούν διάλογο εφ’ όλης της ύλης και μας κατηγορούν για προσπάθεια αναβίωσης του μεγαλοϊδεατισμού.
Το να συρθείς σ’ έναν διάλογο χωρίς να το θέλεις, χωρίς όρους και προϋποθέσεις είναι ολέθρια επιλογή. Το να προκαλέσεις όμως εσύ έναν διάλογο με καθαρές θέσεις για όλα τα ανοιχτά ζητήματα, με σαφείς κόκκινες γραμμές, που από την αρχή θα τις κάνεις γνωστές στους συνομιλητές σου, δεν συνιστά πράξη μειοδοσίας.
Ανάγωγα
Οπως αποδείχτηκε στην οικονομική κρίση του 2009-2010, όπως αποδεικνύεται και σήμερα με την πανδημία, οι Δεξιές όπου κυβερνούν (η ελληνική Δεξιά δεν θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση), όταν σώζουν επιχειρήσεις, εφαρμόζουν τον… δημοκρατικό κανόνα «οι ζημιές κοινωνικοποιούνται, τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται». Το αόρατο χέρι της αγοράς μάς δείχνει το μεσαίο δάχτυλό του.