Γράφει ο Τάσος Παππάς
Τα κόμματα που δεν έχουν κυβερνήσει και δεν θα κυβερνήσουν, είτε γιατί δεν θα τα εμπιστευτούν οι πολίτες είτε γιατί δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε κυβερνητικές ευθύνες, ούτε ως εταίροι σ’ ένα συμμαχικό σχήμα, έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των κομμάτων εξουσίας. Μπορούν να ασκούν κριτική εφ’ όλης της ύλης, να πετροβολούν το σύστημα και τους πολιτικούς αντιπάλους τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να απολογηθούν. Δεν έχουν δοκιμαστεί ποτέ οπότε μιλούν εκ του ασφαλούς.
Οι προτάσεις (κατά κανόνα ελκυστικές) που καταθέτουν για όλα τα ζητήματα, με τα οποία θα αναμετρηθούν οι κυβερνήσεις, θα μείνουν στο θεωρητικό επίπεδο. Αυτό το πλεονέκτημα το έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Κέρδισε δύο εκλογές, υπέγραψε μνημόνιο, εφάρμοσε σκληρά μέτρα. Το ελαφρυντικό που επικαλείται, ότι δηλαδή υλοποίησε μια πολιτική με την οποία δεν συμφωνούσε, έχει μικρή αξία. Ενδεχομένως να πείθει τον στενό πυρήνα των οπαδών του, αφήνει όμως παγερά αδιάφορο το μεγάλο ακροατήριο. Μια κυνική απάντηση στο επιχείρημα περί ελαφρυντικών θα μπορούσε να είναι: «Ας καθόσασταν στ’ αυγά σας, ας αφήνατε τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα».
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έχει δίκιο η σημερινή κυβέρνηση της Δεξιάς, που υποστηρίζει πως για σχεδόν όλες τις κακοδαιμονίες που ταλαιπωρούν τη χώρα ευθύνεται η προηγούμενη κυβέρνηση. Το υποστηρίζει ο πρωθυπουργός, το φωνάζουν και οι υπουργοί του, οι οποίοι δεν χάνουν την ευκαιρία να φορτώνουν τις δικές τους ευθύνες στις πλάτες άλλων, κυρίως αυτών που διαχειρίστηκαν τις δημόσιες υποθέσεις από το 2015 μέχρι το 2019. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι μέχρι εκείνη τη χρονιά (2015) τα πάντα λειτουργούσαν άψογα και μετά το 2019 τα πάντα άρχισαν να κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα που θα ζήλευαν και οι πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Λένε ότι αν έλειπε αυτό το καταστροφικό διάλειμμα (2015-2019) η Ελλάδα θα φιγουράριζε στις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των χωρών με τις πιο πλούσιες επιδόσεις σε όλα τα πεδία. Αραγε μετράνε αυτά τα τέσσερα και κάτι χρόνια περισσότερο από τα πολλά προηγούμενα, αν ξεκινήσουμε την αξιολόγηση από το 1949 που τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος;
Από το 1949 μέχρι το 1967 τη χώρα κυβέρνησε η Δεξιά σε δύο παραλλαγές (Συναγερμός, ΕΡΕ). Οι περίοδοι με κυβερνήσεις του Κέντρου (Πλαστήρας, Γεώργιος Παπανδρέου) ήταν βραχύβιες και οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις ήταν αιχμάλωτες. Το Παλάτι, η αμερικανική πρεσβεία και το παρακράτος της Δεξιάς κινούσαν τα νήματα. Το 1967 και για επτά χρόνια κυβέρνησε η Ακρα Δεξιά με στολή. Αλλά και από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, αν εξαιρέσουμε τη μονοθεματική κυβέρνηση Τζαννετάκη, την Οικουμενική του Ξ. Ζολώτα, κουμάντο στη χώρα έκαναν η Δεξιά και ο έτερος πόλος του συναινετικού δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ.
Η Δεξιά πριν από τη χούντα, η Δεξιά και το ΠΑΣΟΚ μετά τη χούντα και για ένα διάστημα περίπου τριών χρόνων η Δεξιά ζευγάρι με το συμβιβασμένο ΠΑΣΟΚ (κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου) δημιούργησαν με τις πολιτικές τους τη σύγχρονη Ελλάδα. Τα πολλά στραβά που υπάρχουν είναι δικά τους… επιτεύγματα. Κυβέρνηση της Δεξιάς οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία. Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έφερε το πρώτο μνημόνιο. Κυβερνήσεις της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ είναι υπεύθυνες για την εκτεταμένη διαφθορά, το αναποτελεσματικό κράτος, τα πελατειακά δίκτυα και την καχεκτική δημοκρατία. Και για να κλείσουμε τον κύκλο πρέπει να συμπληρώσουμε ότι τρεις πολιτικές δυναστείες δέσποσαν: Καραμανλήδες (δύο), Παπανδρέου (τρεις), Μητσοτάκηδες (δύο). Αυτό κι αν είναι ευρωπαϊκό ρεκόρ. Ακατάρριπτο.
Ανάγωγα
Με τα «δεν ήξερε» που εκτοξεύουν συνεχώς οι συνεργάτες του πρωθυπουργού για να τον δικαιολογήσουν, νομίζω ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που ο αρχηγός της Δεξιάς θα κοιταχτεί στον καθρέφτη του και θα αναρωτηθεί: «Μα ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;».