Του Μάνου Οικονομίδη
Όνειρα… Από εκείνα που μοιραζόμασταν, τότε που η ζωή έμοιαζε γενναιόδωρη και απλόχερη, σε χρόνο, σε ευκαιρίες, σε στιγμές αλεξίσφαιρες απέναντι στη φθορά της λύπης. Να μοιράζεσαι, σημαίνει, μεταξύ άλλων, να ζεις έξω από τον εαυτό σου, να ζεις και για άλλους, να ζεις μέσα από τη χαρά των άλλων, να πολλαπλασιάζεις τη δική σου χαρά, να φλερτάρεις με το σπάνιο συναίσθημα της ολοκλήρωσης.
Όνειρα… Από εκείνα που μοιάζουν προορισμένα να (σε) ταξιδεύουν διαρκώς σε μακρινούς ορίζοντες, γαλήνιους και χαμογελαστούς, επειδή ενσωματώνουν τη δωρεά του φωτός, σου επιτρέπουν να βλέπεις μέσα, πέρα και μακριά από τα σύννεφα, το γκρίζο που φλερτάρει τόσο απροκάλυπτα με τη θλίψη.
Όνειρα… Από εκείνα που προσφέρουν δεύτερες ευκαιρίες, που αγκαλιάζουν τις αναμνήσεις, τους δίνουν φωνή και εικόνα, τους επιτρέπουν να συνεχίσουν να ζουν. Σε αυτά τα όνειρα, μετράς μονάχα παρόντες, παραμερίζεις τις απουσίες, ξεχνάς το κενό του πένθους, ξαναδιαβάζεις, διόρθωση, ξαναγράφεις το σενάριο μιας ζωής που συνεχίζεται. Τραυματισμένη, μελαγχολική, “λιγότερη”. Συνεχίζεται…
Πόσες ζωές χρειάζονται για να χορτάσεις όσα δεν μπορούν να περιγράψουν οι λέξεις, αλλά μοιράζει γενναιόδωρα και απλόχερα μια τόσο δα μικρή λέξη. Μητέρα. Μαμά… Ο χρόνος σε απομακρύνει από τη στιγμή του τραυματισμού, όχι από τον τραυματισμό. Και μετατοπίζει τις σκέψεις, από την απώλεια, στη ζωηρή αντίσταση των αναμνήσεων. Από τα στεγνά δάκρυα, σε εκείνα που ξαναβρίσκουν το κουράγιο και τις αφορμές για να χαμογελάσουν ξανά. Να αγκαλιάσουν χαμόγελα.
Η ματιά που, διστακτικά στρέφεται και πάλι εκεί ψηλά. Αναζητώντας αφορμές για να μοιραστεί το χαμόγελο που η ζωή επιστρέφει, κάθε φορά που σηκώνεσαι. Κάθε φορά που συνεχίζεις. Κάθε φορά που επιλέγεις να ζεις και για όσους δεν είναι πια εδώ…