Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Η πατρότητα της σχετικής ρήσης ανήκει στον Κώστα Καραμανλή. Και αποδείχτηκε ανθεκτική στην πίεση και τη φθορά του χρόνου, αναφορικά με το πόσο αληθινή αποδείχτηκε.
Τα άκρα και οι ακρότητες που τα συνοδεύουν. Στην εποχή της πολιτικής ηγεμονίας του τελευταίου πρωθυπουργού της Ελλάδας εκτός Μνημονίων, τα άκρα και οι ακρότητες που τα συνοδεύουν βρίσκονταν εγκλωβισμένα στο περιθώριο. Χωρίς τη δυνατότητα να επηρεάζουν καθοριστικά το εθνικό μέλλον. Μετά την αποχώρηση του πρώην πρωθυπουργού από το προσκήνιο, τα άκρα και οι ακρότητες που τα συνοδεύουν ήρθαν σε πρώτο πλάνο. Και καταδίκασαν το εθνικό μέλλον σε μια πανδημία μίσους και διχασμού, από την οποία δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να θεραπευτούμε και να απαλλαγούμε.
Οι συνθήκες που επικρατούν στη σημερινή ελληνική κοινωνία, θυμίζουν τα πρώιμα στάδια της περιόδου της μνημονιακής καταστροφής. Οργή, απογοήτευση, απόγνωση. Και τα άκρα… χορεύουν.
Η προοπτική να καταγραφεί αντισυστημική ψήφος στις εκλογές που έρχονται, στις πολλαπλές κάλπες που θα στηθούν, τρομάζει όσους διατηρούν την αξιοπρέπεια των ιδεών και των ηθικών συστολών. Για τους υπόλοιπους, εκείνους που τρέφονται από το μίσος και τον διχασμό… δεν τρέχει και τίποτα.
Στη σκιά της δημόσιας συζήτησης που άνοιξε για το κόμμα Κασιδιάρη και την πιθανή απαγόρευσή του, η Δημοκρατία δείχνει και πάλι αδυναμία να κατανοήσει τις μεγάλες αλήθειες. Εκείνο που προέχει είναι να αρθούν οι λόγοι που ένας αξιοπρεπής πολίτης, δεν αισθάνεται την ηθική ενοχή να ψηφίσει ένα μόρφωμα με χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης και ακραία ταυτότητα.
Τα άκρα και οι ακρότητες που τα συνοδεύουν, δεν αντιμετωπίζονται με… σιωπή. Η Δημοκρατία τα αναγκάζει να σωπάσουν, με τα επιχειρήματά της.