Γράφει ο Τάσος Παππάς
Παρακολουθώντας τη διαδρομή ορισμένων πολιτικών συχνά βρίσκεσαι απέναντι σε επιλογές τους που δυσκολεύεσαι να εξηγήσεις και να δικαιολογήσεις, όσο απόθεμα κατανόησης κι αν διαθέτεις. Εντάξει, όλοι αλλάζουμε. Αν σήμερα λες και υποστηρίζεις τα ίδια πράγματα που έλεγες και υποστήριζες πριν από χρόνια, υποβαθμίζοντας τα γεγονότα που έχουν μεσολαβήσει και κλείνοντας τα μάτια στις κοσμοϊστορικές ανατροπές που έχουν προηγηθεί, τότε κάτι τρέχει. Μάλλον είσαι αθεράπευτα δογματικός.
Αρνείσαι να θέσεις ερωτήματα στον εαυτό σου για τη στάση που είχες τα προηγούμενα χρόνια επειδή φοβάσαι μήπως καταρρεύσει το σύμπαν σου το οποίο έχεις οργανώσει πάνω σε σταθερές που είναι περίκλειστες και δεν επιδέχονται τροποποιήσεις. Αμύνεσαι με νύχια και με δόντια για να νιώσεις ασφάλεια. Παρουσιάζεις τις ιδεολογικές εμμονές σου και τις άκαμπτες πολιτικές θέσεις σου ως το απαύγασμα της συνέπειας. Δηλώνεις υπερήφανος και κατηγορείς για λιγοψυχία όσους προβληματίζονται για το παρελθόν τους και έχουν προχωρήσει σε αναθεωρήσεις και αυτοκριτική. Δογματικός πλήρους απασχόλησης.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι –είναι περισσότεροι– που έχουν κάνει επάγγελμα την κυβίστηση. Μερικές φορές δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα. Το κάνουν χωρίς ίχνος ντροπής. Μετακινούνται από το ένα κόμμα στο άλλο, αλλάζουν απόψεις με τον ρυθμό που αλλάζουν πουκάμισα, φτύνουν εκεί που έγλειφαν, γλείφουν εκεί που έφτυναν και έχουν το θράσος να κουνάνε το δάχτυλο επιτιμητικά σε όσους τους ασκούν κριτική, απαιτώντας σεβασμό.
Υποδύονται τους δικαιωμένους. Προσπαθούν να πείσουν ότι και χθες είχαν δίκιο και σήμερα έχουν δίκιο. Και χθες είχαν πιάσει τον σφυγμό της κοινωνίας και σήμερα εκφράζουν αυτό που επιθυμούν οι πολίτες. Και χθες είχαν συμπαγείς αρχές και σήμερα έχουν συμπαγείς αρχές. Και χθες ήταν ανιδιοτελείς και σήμερα είναι υπεράνω υποψίας για συναλλαγές κάτω από το τραπέζι. Κι ας υπάρχουν σινικά τείχη ανάμεσα στο «χθες τους» και στο «σήμερά τους».
Οπορτουνιστές πλήρους απασχόλησης. Είναι αδίστακτοι. Δεν ορρωδούν προ ουδενός. Για να περάσουν τις εξετάσεις που δίνουν στα νέα αφεντικά τους γίνονται φανατικοί, βασιλικότεροι του βασιλέως. Δεν θέλουν να είναι κομπάρσοι στον νέο θίασο. Επιδιώκουν να πάρουν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Για να πείσουν ότι η μεταστροφή τους είναι ειλικρινής, αναλαμβάνουν τις βρόμικες δουλειές για λογαριασμό των πολιτικών προϊσταμένων τους. Σπεύδουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην υπόθεση παραπλάνησης της κοινής γνώμης.
Οι πιο ικανοί στη διαχείριση δύσκολων προβλημάτων επιχειρούν να φασκιώσουν την πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τη νεογλώσσα. Την ξέρουν καλά. Μια νεογλώσσα που, όπως αναφέρει ο Ζαν-Πολ Φιτουσί στο βιβλίο του «Τι μας κρύβουν οι λέξεις» (εκδόσεις Πόλις), «διαστρεβλώνει, αλλοιώνει και αντιστρέφει την έννοια των λέξεων για να καθιερώσει μία εκ των προτέρων ειλημμένη απόφαση ως την επίσημη, ως τη μόνη δυνατή, εξοβελίζοντας κάθε κριτική αντίρρηση και επιβάλλοντας μια γενικευμένη ομοιομορφία». Είναι η γλώσσα που βαφτίζει τη λιτότητα «δημοσιονομική σταθερότητα», την αστυνομική βία και τον κρατικό αυταρχισμό «ασφάλεια με νόμο και τάξη», τις απολύσεις «αναδιάρθρωση της επιχείρησης», την πλήρη απασχόληση «παρωχημένο και ανεδαφικό αίτημα», την κοινωνική δικαιοσύνη «συντεχνιακές διεκδικήσεις», τη φορολόγηση του πλούτου «πλήγμα στις επενδύσεις», τις κοινωνικές ανισότητες «φυσική τάξη των πραγμάτων», την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των αδύναμων «κομμουνισμό».
Είναι όντως πολύ χρήσιμοι στη νέα κατάσταση και κάποιοι αποζημιώνονται με αξιώματα. Οι πιο επιδέξιοι στη χειραγώγηση. Οι περισσότεροι, πάντως, έχουν την τύχη της στυμμένης λεμονόκουπας. Μετά την αξιοποίησή τους καταλήγουν στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. Αποδιοπομπαίοι τράγοι. Χρήσιμοι ηλίθιοι με ημερομηνία λήξης.
Ανάγωγα
Το λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, το λέει το ΚΚΕ, το λέει το ΜέΡΑ25, εσχάτως το λέει και το ΚΙΝ.ΑΛΛ.: «Επιτάξτε τις ιδιωτικές κλινικές». Κυρίες και κύριοι της κυβέρνησης, κάντε το. Μη φοβάστε τη λέξη. Δεν υπάρχει κομμουνιστικός κίνδυνος.