Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Να είμαστε το φως. Ή ο καθρέφτης που το αντανακλά. Ένας βιωματικός προορισμός ζωής. Σε κάθε εποχή, για κάθε γενιά, σε κάθε συγκυρία. Η πρόκληση του πεπρωμένου να ανακαλύψεις τον εαυτό σου, να συμβιβαστείς με την κατανόηση των επιθυμιών σου από τη ζωή, και να προχωράς με τη συνειδησιακή επιλογή να αλλάζεις. Να αλλάζεις εσύ, να αλλάζεις τις ζωές των άλλων. Να μπορείς να προσφέρεις έστω σε μια ακόμη ζωή, περισσότερα χαμόγελα από εκείνα που επέτρεπε στον εαυτό της, προτού διασταυρωθούν οι διαδρομές σας.
Το φως που νικάει ακόμη και το σκοτάδι μέσα μας. Τον “μεγάλο εχθρό”, που πάντα κρύβεται μέσα μας, ανατροφοδοτείται από τα αδιέξοδα που οι ίδιοι δημιουργούμε στο μυαλό μας, και φθείρεται από τις ρωγμές που επίσης οι ίδιοι προκαλούμε στην καρδιά μας.
Η μεγάλη απόσταση από τον “ήρωα μέσα μας”, με τον οποίο πρέπει να συμφιλιωθούμε, να τον αγκαλιάσουμε και να πορευτούμε συμβιωτικά. Χωρίς να τον βλέπουμε ως εχθρό ή αντίπαλο, χωρίς να τον τιμωρούμε.
Στους φετινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο, στη σκιά της μελαγχολίας και της απόγνωσης για όσα μας στέρησε η πανδημία του κορονοϊού, η Σιμόν Μπάιλς άλλαξε επίπεδο. Από αθλητικό είδωλο, και πιθανότατα η μεγαλύτερη γυμνάστρια όλων των εποχών, αγκάλιασε τον ρόλο του προτύπου. Για όσους ζουν στην εποχή μας, αλλά και για όσους δεν έχουν γεννηθεί ακόμη.
Μπροστά στο δέος της κατάκτησης ενός ολυμπιακού μεταλλίου, επέλεξε να συνθηκολογήσει με την τόσο ανθρώπινη παράμετρο του άγχους. Να την εξομολογηθεί και να αποχωρήσει. Για να μην λυγίσει, και να μην καταστρέψει την προσπάθεια των συναθλητριών της.
Η Σιμόν Μπάιλς μας θύμισε την πιο αυτονόητη αλλά και παρεξηγημένη αλήθεια στη ζωή μας. Είμαστε άνθρωποι. Να είμαστε άνθρωποι. Να μην ξεχνάμε ότι είμαστε άνθρωποι. Να μας προσέχουμε. Να μας φροντίζουμε. Να μας σεβόμαστε.
Στο τέλος της ημέρας, εμάς έχουμε. Όσοι άλλοι κι αν βρίσκονται γύρω μας. Ή απουσιάζουν.