Γράφει ο Στέλιος Σοφιανός
Το προάστιό μας είναι και πάλι ένα μεγάλο εργοτάξιο. Παλαιότερα κτίρια ανακαινίζονται, κάποια ακίνητα που για πολλά πολλά χρόνια είχαν μείνει μισά ολοκληρώνονται για να πουληθούν ή για να κατοικηθούν από τους (νέους;) ιδιοκτήτες, τα ελάχιστα οικόπεδα εντός σχεδίου που είχαν μείνει αναξιοποίητα κτίζονται με ρυθμούς έργων Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Στην οικοδομή, όλα θυμίζουν εκείνη την εποχή, γύρω από το millennium. Όχι μόνο στο χωριό μας και στα μικρά ή μεγάλα σπιτάκια του, σε όλη τη χώρα.
Όπως ανακοίνωσε προσφάτως η ΕΛΣΤΑΤ, ο όγκος της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας τον περασμένο Απρίλιο κατέγραψε αύξηση 115,2%. Εκδόθηκαν 2.191 οικοδομικές άδειες, που αντιστοιχούν σε 504,8 χιλιάδες m2 επιφάνειας και 2,0667 εκατ. m3 όγκου. Οι αυξήσεις σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020 είναι 125,6% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, 159,8% στην επιφάνεια και 115,2% στον όγκο! Γύρω στο 40% είναι συνολικά η αύξηση του πρώτου τετραμήνου, πάντα σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.
Μετά από μια 10ετία (και βάλε) που η οικοδομή είχε «νεκρώσει», η αγορά κινείται με ιλιγγιώδη ρυθμό. Κάτι το «εξοικονομώ – αυτονομώ», κάτι οι αποταμιεύσεις-ρεκόρ της καραντίνας, κάτι οι ανάγκες του τουρισμού που ξανανοίγει, οπωσδήποτε και οι εκτιμήσεις για «εκρηκτική ανάπτυξη» τα επόμενα χρόνια, το real estate (και κατά συνέπεια η οικοδομή) μοιάζει να ξαναζεί «πασοκ, ωραία χρόνια». Και ακόμη δεν ξεκίνησε καλά καλά το Ελληνικό…
Δεν είναι έκπληξη. Τον Σεπτέμβριο του 2019 κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος με ειδικότητα στον χώρο εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι «σε ένα χρόνο από σήμερα θα μιλάμε διαφορετικά στο real estate και όσοι έχουν ακίνητα και υποχρεώσεις από αυτά, όπως οι δανειολήπτες, θα βλέπουν διαφορετικά τις προοπτικές τους». Ύστερα ήρθε ο κορονοϊός, ο ένας χρόνος έγινε ενάμισης, αλλά να που βγαίνει αληθινός.
Οι κατασκευαστές και οι εργολάβοι θα έπρεπε, λοιπόν, να κάνουν πάρτι. Και όμως: «Έχουμε τρελή δουλειά και δεν έχουμε κόσμο για να την κάνει», λέει ένας από αυτούς. «Με την κρίση έφυγε πολύ εργατικό δυναμικό για τις πατρίδες τους ή για άλλες χώρες και τώρα που υπάρχει μεγάλη ζήτηση, έχουμε πρόβλημα. Είτε δεν βρίσκουμε, είτε βρίσκουμε άγνωστα σε εμάς συνεργεία, που προφανώς συμπληρώνονται από άπειρους και συχνά δεν είναι αυτό που θέλουμε. Οι καλοί είναι πια λίγοι, κλεισμένοι για τους επόμενους μήνες και όπως είναι λογικό, αυξάνουν και τις αμοιβές τους».
Και όπως είναι αναμενόμενο, οι αυξήσεις αυτές μετακυλίονται σε αυτόν που στο τέλος πληρώνει για να ανακαινίσει/κτίσει/αγοράσει το ακίνητο. Δεν είναι οι μόνες ούτε οι πιο μεγάλες. Σύμφωνα με τα στοιχεία των 5 εργοληπτικών οργανώσεων της χώρας, το τελευταίο εξάμηνο έχουν καταγραφεί αυξήσεις από +15% έως + 75% στις τιμές βασικών υλικών, όπως τα μέταλλα (σίδηρος, χαλκός αλουμίνιο), τα πλαστικά (PVC, πολυαιθυλένιο κλπ.), το πετρέλαιο και τα παράγωγά του (κυρίως καύσιμα και ασφαλτικά).
Αυτές οι αυξήσεις δεν επηρεάζουν μόνο το κόστος των μεγάλων έργων αλλά και τις μικρές ή μεσαίες οικοδομές. Και προφανώς δημιουργούν ζητήματα σε όσους κατασκευαστές έχουν υπογράψει συμβόλαια και αναλάβει υποχρεώσεις – και σε όσους ιδιώτες είχαν κάνει τους υπολογισμούς τους με τα ισχύοντα έως τα τέλη του 2020. Κάπως έτσι θα δούμε τις τιμές των ακινήτων, νέων και παλαιών, να εκτινάσσονται.
Οι τράπεζες δεν θα λείψουν από αυτό το «πανηγύρι». Μπορεί να έχουν αργήσει, γιατί είχαν πιο σοβαρά πράγματα να λύσουν, αλλά όπου να ’ναι θα «βγουν» δυναμικά με τις καμπάνιες για τα στεγαστικά δάνεια. Πριν από μία εβδομάδα μάλιστα, ο οικονομικός Τύπος κατέγραψε τις εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών ότι οι χορηγήσεις στεγαστικών δανείων το 2021 θα είναι αυξημένες 30% σε σχέση με το 2020, στα 800 εκατ από τα 600 εκατ € αντίστοιχα (και επιπλέον ώθηση αναμένεται να δώσει η αύξηση των αντικειμενικών αξιών, η ισχύς της οποίας ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου 2022).
Είμαστε, βεβαίως, πολύ μακριά από τα απόλυτα νούμερα του παρελθόντος, αλλά είμαστε και στην αρχή του νέου «boom». Για το οποίο ομολογώ ότι μια περιέργεια την έχω: θα δείξουμε ότι μάθαμε κάτι από το προηγούμενο ή θα δημιουργήσουμε πάλι μια μεγάλη «φούσκα», που θα σκάσει στην επόμενη διεθνή ή εγχώρια οικονομική κρίση;