Γράφει η Ράνια Τζίμα
Πολλοί λένε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ήθελε να προσθέσει στο προσωπικό του πολιτικό legacy την επίλυση ενός μείζονος εθνικού ζητήματος όπως είναι οι διαφορές μας με την Τουρκία, κατά έναν τρόπο δε που δεν το έχει πετύχει ποτέ μέχρι σήμερα κανένας ηγέτης της χώρας, τουλάχιστον μεταπολιτευτικά. Οι ίδιοι φορείς σκέψης επισημαίνουν αυτή την προσωπικού χαρακτήρα παράμετρο, ενώ εκκρεμεί η επικύρωση από τη Βουλή των τριών τεχνικών συμφωνιών που έχουν απομείνει από το 2019 για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, οπότε θα εμφανιζόταν ως συνεχιστής μιας Συμφωνίας που πιστώνεται στον Αλέξη Τσίπρα.
Πολλοί επίσης λένε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει αυτή την κίνηση σε μια στιγμή που ελέγχει απόλυτα το κόμμα του, με την καραμανλική και τη σαμαρική πτέρυγα να είναι «μουδιασμένες» μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου και με τον ίδιο να πιστώνεται προσωπικά τη νίκη, άρα οι όποιες εσωτερικές ενστάσεις ή αντιδράσεις θα ήταν εξαιρετικά αδύναμες. Κάποιος επίσης θα παρατηρούσε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανοίγει το θέμα σε μια συγκυρία όπου η διάταξη του πολιτικού συστήματος παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες, με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να είναι ακέφαλο, με το ΠαΣοΚ να αναζητεί τα πατήματά του και με τρία κόμματα στα δεξιά της ΝΔ μέσα στη Βουλή που θα παίξουν ισχυρά το χαρτί του «πατριωτισμού», γεγονός που θα δημιουργούσε ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στα κόμματα από το κέντρο και αριστερότερα σχετικά με το πώς να ασκήσουν κριτική χωρίς να ταυτιστούν με τους «Σπαρτιάτες», τη «Νίκη» ή τον Κυριάκο Βελόπουλο.
Αυτά μοιάζουν να είναι τα δεδομένα στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Υπάρχουν όμως και οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού, ο οποίος εδώ και λίγα εικοσιτετράωρα περιγράφει τη διαφορά μας με την Τουρκία ως «γεωπολιτική», ενώ η διαφορά μας με τη γείτονα για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα είναι ξεκάθαρα μια νομική διαφορά. Δεύτερον, ο κ. Μητσοτάκης μιλά πλέον για «βασική» διαφορά με την Τουρκία και όχι για «μοναδική». Τρίτον και σημαντικότερο, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι η έννοια της εθνικής κυριαρχίας είναι σχετική και ότι η προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς μπορεί να συνεπάγεται «κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις». Η χρήση της λέξης «υποχωρήσεις» από τα χείλη του Πρωθυπουργού προφανώς εγείρει ερωτήματα για το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι υποχωρήσεις που η σημερινή ηγεσία θα δεχόταν να κάνει. Θα μπορούσε να αφορά την προσχώρηση στη γραμμή Ροζάκη του 2003 σε σχέση με τα κλιμακωτά μίλια αλλού 6, αλλού 8 κ.λπ.; Θα μπορούσε να αφορά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών με μια εκατέρωθεν συμφωνία που θα οδηγούσε στην άρση του casus belli από την πλευρά της Τουρκίας; Στα εύλογα αυτά ερωτήματα καλό θα ήταν να δοθούν απαντήσεις…