Γράφει η Ράνια Τζίμα
Βλέπω και ξαναβλέπω τις εικόνες από τη «δράση» της Αστυνομίας το μεσημέρι της Πέμπτης στο κέντρο της Αθήνας, κατά τη διάρκεια της πορείας, και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τίποτα!
Ο Νικήτας Κακλαμάνης παραδέχθηκε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι έγινε «στραβή» (ANT1). Μα δεν ήταν μία, ήταν τουλάχιστον τρεις, αυτές που πρόλαβαν, αν μη τι άλλο, να καταγράψουν οι κάμερες. Μία, θα μπορούσε να είναι η «κακιά η ώρα», τρεις όμως είναι στόχευση, είναι πολιτική επιλογή μετρημένη μάλιστα και κοστολογημένη, είναι δόγμα, είναι εμπεδωμένη κουλτούρα, είναι επικίνδυνη επιλογή.
Οι εικόνες κυρίαρχες και όλα τα ερωτήματα σε αυτή την περίπτωση απαντώνται διά της απλής παρατηρήσεως. Στη μια περίπτωση, άνδρας των ΜΑΤ χτυπά με την ασπίδα του μια γυναίκα που διαδηλώνει μπροστά του χωρίς να προκαλεί και χωρίς καν να έχει το πρόσωπό της καλυμμένο. Στη δεύτερη περίπτωση γερανός της Αστυνομίας καταγράφει ξέφρενη πορεία, με τις διαδηλώσεις σε εξέλιξη, συμπαρασύρει κάδους και τραυματίζει διαδηλωτή.
Αν εκείνη την ώρα είχαμε νεκρό, με την οργή να ξεχειλίζει και με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο, μπορούμε να αναλογιστούμε τι θα είχε ακολουθήσει. Στην τρίτη περίπτωση, δυστυχώς για την Αστυνομία, οι κάμερες κατέγραψαν την ειρηνική διαδήλωση πολιτών και τη στιγμή που, χωρίς κανένα ερέθισμα, μια διμοιρία των ΜΑΤ αρχίζει να κινείται προς το μέρος τους, μπαίνει ανάμεσά τους επιχειρώντας να τους διαλύσει και αρχίζει να ρίχνει χημικά. Aυτή είναι η Αστυνομία που θέλουμε; Αυτή είναι η Αστυνομία που αξίζει στους πολίτες;
Aν κανείς ανατρέξει στα γεγονότα της τελευταίας τετραετίας, θα διαπιστώσει ότι οι μεγαλύτερες κοινωνικές εντάσεις έχουν προκύψει όχι ως αντίδραση σε κάτι ευρύτερα πολιτικό ή, για παράδειγμα, σε μια οικονομική πολιτική αλλά ύστερα από λανθασμένους χειρισμούς της Αστυνομίας. Βλέπε τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, βλέπε την υπόθεση Ινδαρέ, βλέπε τα γεγονότα με τους θανάτους των δύο Ρομά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, βλέπε την πανεπιστημιακή αστυνομία. Υστερα από κάθε γεγονός, η ηγεσία της Αστυνομίας και η πολιτική έδιναν εντολή για τη διενέργεια Ενορκων Διοικητικών Εξετάσεων.
Οι έλληνες πολίτες δεν μαθαίνουν ποτέ ποιο είναι το αποτέλεσμά τους. Δεν μάθαμε ποτέ αν κάποιος από αυτούς τους αστυνομικούς είδε τελικά την έξοδο από το Σώμα. Τον Νοέμβριο του 2020 η επιτροπή Αλιβιζάτου που είχε συγκροτήσει ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης παρέδωσε το πόρισμά της και στο γενικό της συμπέρασμα σημείωνε ότι αν και η αστυνομική βία δεν συνιστά ελληνική ιδιομορφία «εντούτοις ελληνική ιδιαιτερότητα συνιστά η ατιμωρησία των εμπλεκομένων αστυνομικών οργάνων, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από διεθνείς οργανισμούς».
Η επιτροπή τότε είχε προτείνει να επανέλθουν τα ατομικά διακριτικά στις στολές των αστυνομικών, αλλά και την τοποθέτηση καμερών. Από τότε έχουν περάσει δυόμισι χρόνια και τίποτα απ’ όσα πρότεινε η επιτροπή δεν έχει γίνει. Ολο αυτό είναι έτσι κι αλλιώς πολύ προβληματικό.
Ωστόσο με τους σημερινούς 18άρηδες και 20άρηδες οργισμένους στον δρόμο μετά τα γεγονότα των Τεμπών, η εφαρμογή του δόγματος «νόμος και τάξη» είναι σαν να βάζει κάποιος – πυρομανής προφανώς – την κηροζίνη δίπλα στη φωτιά. Και το βασικό χαρακτηριστικό της κηροζίνης είναι ως γνωστόν ότι έχει πολύ χαμηλή θερμοκρασία ανάφλεξης… Αυτό για το τώρα, διότι δημιουργείται και ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα. Στο μυαλό και στην ψυχή αυτών των νέων παιδιών θα φυτευτεί ο σπόρος μιας σχέσης αντιπαλότητας με την Αστυνομία και αυτό δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε αναπόδραστο.