Γράφει η Ράνια Τζίμα
Νομίζω ότι μπαίνοντας στην τελική ευθεία για τις κάλπες διαμορφώνεται μια εικόνα με βάση και τις μετρήσεις η οποία εκτός συγκλονιστικού απροόπτου δεν θα είναι εύκολο να αλλάξει. Η πρώτη κάλπη δεν μπορεί να «δώσει» κυβέρνηση με κανέναν συνδυασμό παρά μόνο στην α-πιθανότητα ενός μεγάλου συνασπισμού, δηλαδή της σύμπραξης Νέας Δημοκρατίας – ΣΥΡΙΖΑ.
Αρα πηγαίνουμε ολοταχώς για δεύτερη κάλπη και εκεί πλέον είναι στραμμένο το βλέμμα των πολιτικών αρχηγών, εκεί θα δώσουν τη μεγάλη μάχη που μπορεί να λάβει και χαρακτηριστικά προσωπικής πολιτικής επιβίωσης. Γι’ αυτό και τα δίνουν όλα για όλα. Στην πρώτη του συνέντευξη μετά την τραγωδία (ALPHA) ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να κρατήσει ζωντανό τον στόχο της αυτοδυναμίας αποφασίζοντας να «τραυματίσει» το σενάριο συνεργασίας με το ΠαΣοΚ.
Αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισε να μας αποκαλύψει (ξανά) ότι όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης εξελέγη αρχηγός του ΠαΣοΚ τον είχε πάρει τηλέφωνο δύο φορές για να συναντηθούν αλλά εκείνος δεν απάντησε ποτέ…
Ο Αλέξης Τσίπρας από την πλευρά του, στη δική του πρώτη συνέντευξη μετά τα γεγονότα (MEGA) επέμεινε στη θέση του ότι δεν πρόκειται να φτιάξει κυβέρνηση ηττημένων και ότι ο μοναδικός τρόπος να σχηματιστεί μια προοδευτική κυβέρνηση είναι να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτη δύναμη. Και όλο αυτό παρά το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας ξεκάθαρα με αυτόν τον τρόπο ακυρώνει την ουσία της απλής αναλογικής την οποία αξιακά τόσο σθεναρά υπερασπίστηκε.
O Nίκος Ανδρουλάκης σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ δήλωσε ότι δεν θα έμπαινε σε μια κυβέρνηση με πρωθυπουργό είτε τον κ. Μητσοτάκη είτε τον κ. Τσίπρα, κάνοντας λόγο όμως για ένα «πολιτικό» πρόσωπο και βάζοντας τη χώρα σε μια κατάσταση ιδιότυπης αναζήτησης…
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε μάθει να αποδεχόμαστε άκοπα το γεγονός ότι οι πολιτικοί αρχηγοί, ακόμη και δύο μήνες πριν τις κάλπες, προτάσσουν τις κινήσεις τακτικής έναντι των ουσιαστικών τοποθετήσεων. Γιατί αποδεχόμαστε τόσο εύκολα ότι οι αρχηγοί των κομμάτων προσπαθούν να ενισχύσουν τα ποσοστά τους με τέτοιου είδους τεχνάσματα αντί να προσπαθήσουν να τα ενισχύσουν μέσω των προγραμματικών θέσεων. Να απευθυνθούν καθαρά στους πολίτες και να προσπαθήσουν να τους πείσουν γιατί π.χ. είναι καλά ή κακά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, γιατί κάποια αγαθά πρέπει ή δεν πρέπει να παραμείνουν στον έλεγχο του Δημοσίου, αν χρειαζόμαστε μια νέα συνταγματική αναθεώρηση και για ποιον λόγο.
Ολο αυτό συντηρεί μια λιγότερο προωθητική και ουσιαστική κουλτούρα στον δημόσιο διάλογο και σίγουρα δεν βοηθά τους πολίτες να λειτουργήσουν με μεγαλύτερη ευθυκρισία στην κάλπη. Αντιθέτως, τους αναγκάζει να προσπαθούν απλώς να διαβάσουν πίσω από τις λέξεις…