Του Μάνου Οικονομίδη
Η διαχείριση της γνώσης υπήρξε ιστορικά μια ριψοκίνδυνη επιδίωξη για κάθε άνθρωπο. Ο πλούτος εμπειριών και γνωστικών παραμέτρων, συρρικνώνει τα περιθώρια δικαιολογιών για όσα δεν προχωρούν “όπως πρέπει”. Για τα λάθη και τις απογοητεύσεις που συσσωρεύονται σε εκείνη την ατίθαση γωνία του μυαλού, που δεν σου επιτρέπει να χαμογελάς όσο χρειάζεται για να ξαναβρίσκεις το φως.
Η ίδια η επιστήμη της Ψυχολογίας, στέκεται με δέος μπροστά στη διαπίστωση ότι, όσο μεγαλύτερη “επίγνωση” έχει κάποιος, για τον εαυτό του, την κοινωνία σε πληθυντικό αριθμό και τις συγκυριακές μεταπτώσεις κάθε διαδρομής, γίνεται περισσότερο συγκρατημένος. Προβληματισμένος. Ίσως και απαισιόδοξος.
Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιείς ότι τα χρόνια που βιαζόσουν να περάσουν ως ανέμελα και “ανώριμα”, ήταν τελικά μια στιγμή μοναδική για τη ζωή του καθενός. Μια στιγμή με τη ζωή να μην είναι όσο “λιγότερη” γίνεται, με κάθε απώλεια, απουσία, απογοήτευση, ραγισμένη τζαμαρία ονείρων και προσδοκιών.
Γι’ αυτό και το μυαλό αγκαλιάζει τη μάλλον αυθόρμητη ανάγκη να ταξιδεύει σε εποχές λιγότερο αβέβαιες. Τότε που ο ορίζοντας φάνταζε ανεξάντλητος. Όπως και τα όνειρα. Η προσδοκία της φυσικής νομοτέλειας της ζωής, η πρόοδος να συνοδεύει την αλληλουχία των ετών που φεύγουν καλπάζοντας.
Εκεί, ξαποσταίνει προσωρινά. Ίσως επειδή εκεί το φως προσφέρεται αβίαστα, χωρίς να χρειάζεται να το αναζητείς. Ίσως γιατί εκεί, ακόμη και τα δάκρυα δροσίζουν. Την καρδιά. Δεν θολώνουν. Τη ματιά…
Η ανάγκη να μην είσαι μόνος, αναζητώντας την ελπίδα να διορθώσεις ένα μέλλον που γίνεται διαρκώς παρελθόν. Ούτε καν στις αναμνήσεις σου.
Μια μέρα σαν και αυτή, του Αγίου Αλεξάνδρου, όταν γιορτάζαμε ονόματα που έγιναν αναμνήσεις…