Σημεία συνέντευξης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ
και Κυβερνητικού Εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου
στον τηλεοπτικό σταθμό «OPEN»
και τους δημοσιογράφους Άκη Παυλόπουλο και Ευλαμπία Ρέβη
Για την υπαναχώρηση Αποστολάκη
Τα πραγματικά περιστατικά μιλούν από μόνα τους και για το θέμα που δεν είναι το ουσιαστικό και το μείζον. Και τα πραγματικά περιστατικά λένε ότι έπειτα από έναν κύκλο διερευνητικών επαφών και διαβουλεύσεων, ο κ. Αποστολάκης αποδέχθηκε οριστικά να γίνει Υπουργός Πολιτικής Προστασίας. Συζήτησε τις λεπτομέρειες, τις αρμοδιότητες του χαρτοφυλακίου του, δεχόταν συγχαρητήρια από τον κόσμο, απάντησε στο Προεδρικό Μέγαρο ότι θα πάει να ορκιστεί και θα συνοδεύεται. Μετά την ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, που -με γλώσσα πέντε-έξι δεκαετιών πριν- τον χαρακτήριζε αποστάτη και πουλημένο, έκανε πίσω, δεν το άντεξε, δεν το σήκωσε. Δεν θέλησε να τα «σπάσει» με τους πρώην συντρόφους του. Προτίμησε αυτό από το να αναλάβει τη θέση ευθύνης και να είναι και συνεπής σε αυτά τα οποία είπε και στον Πρωθυπουργό και σε όσους τον έπαιρναν τηλέφωνο για να τον συγχαρούν. Αυτά είναι τα γεγονότα και η ιστορία έχει λήξει εκεί.
Είχαμε την περίπτωση ενός ανθρώπου, που είχε υπηρετήσει δύο Κυβερνήσεις -την Κυβέρνηση Σαμαρά και την Κυβέρνηση Τσίπρα- ως Αρχηγός του Ναυτικού, ως αρχηγός του Στρατού, ως Υπουργός μετά. Είχε, δηλαδή, τα εχέγγυα να συμβολίζει ότι δεν είναι μια κομματική επιλογή και να ικανοποιεί αυτό που, εν πάση περιπτώσει, πολύς κόσμος και πολιτικοί αρχηγοί έλεγαν. Έγινε η επικοινωνία, υπήρξε η αποδοχή και ο άνθρωπος έκανε πίσω, γιατί δέχτηκε μια σκληρή επίθεση. Αυτό κάτι σημαίνει για τις αντοχές του. Προτίμησε να πειθαρχήσει στους πρώην φίλους του ή, εν πάση περιπτώσει, λύγισε υπό το βάρος αυτών των κατηγοριών, των προσβολών – δικαίωμά του- από το να μείνει συνεπής σε αυτά που είχε πει και να υπηρετήσει σε έναν κρίσιμο στόχο.
Η Αξιωματική Αντιπολίτευση επιμένει να διχάζει
Η ουσία είναι ότι ο Πρωθυπουργός έκανε μία επιλογή σε ένα πρόσωπο, που μπορούσε να συμβολίσει αυτά για τα οποία προέκυψε ανάγκη και από τη διαχείριση των πυρκαγιών και από τη συζήτηση που ακολούθησε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Και η πρόταση αυτή τορπιλίστηκε από την Αξιωματική Αντιπολίτευση. Δεν ζήτησε η Κυβέρνηση να συνδιαμορφώσει με τον ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας. Έκανε μία επιλογή στην οποία θα μπορούσε να δοθεί η ανοχή, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζεται με καχυποψία ο Υπουργός σε ένα χαρτοφυλάκιο, που έχει να κάνει με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των ανθρώπινων ζωών, των περιουσιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το τορπίλισε με έναν τρόπο ακραίο, όπως συνηθίζει διότι υπαρξιακά δεν αντέχει να μην έχει από πριν διαμορφωμένη μια στρατηγική που επιτίθεται στην Κυβέρνηση και προσωπικά στον Πρωθυπουργό, για τις επιλογές του σε πρόσωπα.
Το ουσιαστικό είναι ότι ο Πρωθυπουργός έκανε μία επιλογή που θα μπορούσε να ενώνει για ένα συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο. Η Αξιωματική Αντιπολίτευση επέμενε με τη γλώσσα του χθες στον διχασμό, διότι αυτό είναι το υπαρξιακό της χαρακτηριστικό. Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής της. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μια αντιπολίτευση καταστροφική για την πολιτική και τους θεσμούς. Αυτή είναι η ουσία και αυτό είναι που πρέπει να μείνει από χθες.
Ας δεχτώ ότι ο κ. Αποστολάκης έλεγε άλλα στον Πρωθυπουργό, άλλα στον κ. Τσίπρα. Παραμένει το βασικό ερώτημα: Γιατί η Αξιωματική Αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να τορπιλίσει την επιλογή αυτή, επέλεξε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, αυτή τη λογική αντιπαράθεσης, ακόμα και για ένα θέμα για το οποίο ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, στην ομιλία του στη Βουλή, είχε πει ότι δεν πρέπει κάθε Κυβέρνηση και να βάζει τον δικό της επικεφαλής Πολιτικής Προστασίας; Αυτό είναι η ουσία. Το πολιτικό ερώτημα είναι: Γιατί η Αξιωματική Αντιπολίτευση επιμένει να διχάζει ακόμη και σε ζητήματα που οι πολίτες απαιτούν να βρούμε έναν άνθρωπο, που να δικαιολογεί, και την ανοχή των άλλων και επιχειρησιακά να μπορεί να ανταπεξέλθει; Υπάρχει κανείς νοήμων άνθρωπος που να μην καταλαβαίνει τι ακριβώς έχει γίνει σε αυτή την ιστορία;
Υπάρχει μια δομική διαφορά στον τρόπο αντίληψης της πολιτικής, στην κουλτούρα για το πώς πρέπει να είναι μια σύγχρονη πολιτική, κυρίως σε συγκεκριμένα πεδία, στην Ελλάδα του 2021, ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα.
Για την Πολιτική Προστασία
Η Πολιτική Προστασία έτσι κι αλλιώς είχε τη δική της δομή και τη δική της κατεύθυνση και στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Επί 26 χρόνια υπήρχε μία δομή που δεν είχε καμία σχέση με τη δομή και τα αποτελέσματα που είχε η Πολιτική Προστασία τα δύο τελευταία χρόνια.
Ο Πρωθυπουργός δεν υποκύπτει. Ας μην περάσει από το μυαλό κανενός ότι μπορεί η οποιαδήποτε απαίτησή του να οδηγήσει στον Πρωθυπουργό να κάνει κάτι άλλο από αυτό που είναι στο μυαλό του.
Έχουμε ένα τεράστιο πρόγραμμα ύψους 1,8 δισ. για την ενίσχυση της Πολιτικής Προστασίας και βεβαίως της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Η άποψή μας είναι ότι η Πολιτική Προστασία θέλει ακόμα μεγαλύτερη αναβάθμιση από αυτή που έγινε μέχρι τώρα από την Κυβέρνησή μας. Τα βασικά χαρακτηριστικά των αναγκών που οδήγησαν σε αυτές τις αλλαγές εξακολουθούν να παραμένουν. Και νομίζω ότι το επόμενο διάστημα θα έχουμε τις απαντήσεις στην κατεύθυνση αυτή, με το νέο πρόσωπο στο Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας.
Η επιλογή θα είναι ένας άνθρωπος που επιχειρησιακά θα μπορεί να σηκώσει το πολύ μεγάλο βάρος αυτού του πεδίου και ταυτόχρονα η παρουσία του στον δημόσιο βίο θα είναι τέτοια που δεν θα δικαιολογεί την απαξίωσή του ή του να του κολλάνε ταμπέλες από την πρώτη στιγμή που θα ακουστεί το όνομά του για το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο.
Για την υποχρεωτικότητα εμβολιασμού των υγειονομικών
Δεν μπορεί να είσαι στην πρώτη γραμμή περίθαλψης, προστασίας της ζωής, μάχης κατά της πανδημίας και να μην είσαι ο ίδιος θωρακισμένος και για τον εαυτό σου και για να μην απειλείς με διασπορά αυτούς τους οποίους έρχεσαι να φροντίσεις. Στόχος είναι να πετύχουμε τα υψηλότερα δυνατά ποσοστά στον εμβολιασμό των υγειονομικών. Απέναντι σε αυτή την ανάγκη δεν έχω ακούσει κανέναν να διαφωνεί. Αν υπάρχει κάποιο πολιτικό κόμμα που διαφωνεί, να βγει και να το πει. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Από την ώρα που δεν διαφωνεί κανείς, από την ώρα που μήνες πριν έχουμε στη διάθεση των ανθρώπων κάθε πληροφορία για να απαντήσουν στις ανησυχίες, στα ερωτηματικά τους, από την ώρα που δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά από πουθενά ότι το εμβόλιο εγκυμονεί κάποιο σοβαρό κίνδυνο για την υγεία τους, από την ώρα που το εμβόλιο είναι διαθέσιμο για όποιον θέλει, ακόμα και αυθημερόν, τι ακριβώς προτείνουν για να πετύχουμε αυτό το οποίο συμφωνούμε ότι είναι ανάγκη; Δεν υπάρχει πρόταση. Υπάρχει η διάσταση της …προαιρετικής υποχρεωτικότητας. Αυτό, όμως, είναι αστείο για να κουβεντιάζεται σοβαρά στη χώρα εδώ που βρισκόμαστε, με τα σημερινά δεδομένα της πανδημίας. Η Κυβέρνηση δεν είναι ούτε think tank, ούτε Μ.Κ.Ο., για να συζητά με ευχολόγια χωρίς να αναλαμβάνει δράσεις και παρεμβάσεις.
Τρεις άξονες για να αντιμετωπιστούν πιθανά προβλήματα στο Ε.Σ.Υ.
Το Υπουργείο Υγείας όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν σε επικοινωνία και με τις ΥΠΕ και με τους διοικητές των νοσοκομείων, υπάρχει πλήρης εικόνα των αναγκών που θα δημιουργηθούν. Προφανώς και περιμένουμε αρρυθμίες, είμαστε ρεαλιστές και ειλικρινείς. Υπάρχει σχεδιασμός να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα σε τρεις άξονες: Πρώτον, την ταχύτατη είσοδο νέου δυναμικού στο Σύστημα Υγείας. Δεύτερον, την αναδιάταξη του δυναμικού, που ήδη υπάρχει, όπου κριθεί αναγκαίο. Και τρίτον, την προσφυγή σε διοικητικές κυρίως υπηρεσίες και του ιδιωτικού τομέα, όπου αυτό μπορεί να γίνει. Με αυτό το πλαίσιο ενεργειών θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα και τις αρρυθμίες που προφανώς περιμένουμε.
Για την επέκταση της υποχρεωτικότητας
Η υποχρεωτικότητα είναι μια επιλογή που υπάρχει, ανάλογα με τον ρυθμό αύξησης των εμβολιασμών. Μέχρι όμως να φτάσουμε εκεί, νομίζω ότι η δουλειά που πρέπει να κάνουμε όλοι μας Κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, Αυτοδιοίκηση, Εκκλησία και όποιος έχει δημόσιο λόγο, είναι να καλούμε τον κόσμο να σπεύσει να εμβολιαστεί. Να πιάσουμε αυτό τον αριθμό του σχεδόν ενός εκατομμυρίου εμβολιασμένων που μας λείπει ακόμη, προκειμένου να χτίσουμε το τείχος ανοσίας που οι ειδικοί λένε ότι αποτελεί μια ισχυρή, επαρκή θωράκιση, εγγύηση, απέναντι στο τέταρτο κύμα.
Καθημερινά αξιολογούνται οι δείκτες και από τις νοσηλείες και από τις Μ.Ε.Θ. και από τα τεστ και διαμορφώνονται οι αποφάσεις. Είναι μια κατάσταση δυναμική που δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Ο ρυθμός αύξησης των εμβολιασμών θα παίξει έναν καταλυτικό ρόλο σε όλες τις αποφάσεις.