Του Νίκου Φυλάγγελου
Αν εξαιρέσει κανείς φανατικούς, τυφλωμένους και αφελείς, δύσκολα μπορεί να προσδοκά σε “καλά νέα” για την οικονομία, το επόμενο διάστημα. Όχι την ελληνική μόνο, αλλά συνολικά την παγκόσμια. Η πανδημία του κορονοϊού αφήνει δραματικό αποτύπωμα σε πολύ ισχυρότερες οικονομίες, όπως για παράδειγμα την αμερικανική. Καταλαβαίνουμε λοιπόν όλοι, τι θα συμβεί με μια προβληματική οικονομία όπως είναι η ελληνική, μονοθεματικά εξαρτημένη από τον τουρισμό, και με την κληρονομιά της χρεοκοπίας της εθνικής καταστροφής των Μνημονίων, που ήρθαν με την υπογραφή του τελευταίου των Παπανδρέου το 2010.
Οι Βρυξέλλες και το Ταμείο Ανάκαμψης… πέφτουν μακριά. Οι στρατηγικοί στόχοι για την αξιοποίηση των πόρων είναι προσανατολισμένοι στο απώτερο μέλλον, οικονομίες σαν και την ελληνική ωστόσο, χρειάζονται άμεσες και επείγουσες παρεμβάσεις.
Με την Άνγκελα Μέρκελ να αποχωρεί, και τη Γερμανία να φλερτάρει και πάλι με την επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας στο σύνολο της ευρωζώνης, αντί να συναινέσει σε ευεργετικές ρυθμίσεις για τα χρέη που συσσώρευσε η εποχή της πανδημίας του κορονοϊού, τα δύσκολα είναι μπροστά μας.
Σε ένα τέτοιο ζοφερό σκηνικό, οι ελληνικές τράπεζες επιλέγουν και πάλι τον ρόλο του “εσωτερικού εχθρού” κατά της κοινωνίας. Όπως είχαν κάνει και στην εποχή των Μνημονίων. Σήμερα, δεν στηρίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και συνεχίζουν το… τυφλό κυνηγητό πολιτών που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους, λόγω της βαρβαρότητας με την οποία φτωχοποιήθηκε η ζωή τους.
Το μωσαϊκό το οποίο διαμορφώνεται, μοιάζει εκρηκτικό. Και οι προβλέψεις για αναστροφή του, εξαιρετικά δυσοίωνες.