Με ανάρτηση στον προσωπικό λογαριασμό του στο Twitter, ο Νίκος Μπογιόπουλος υπογράμμισε τα εξής:
Αναγνωρίζω ότι το θέμα δεν είναι τόσο φλέγον και πιασάρικο όσο ότι ο #Τσιτσιπας (εξαιρετικός κύριος…) βρίζει χυδαία τον πατέρα του σε δημόσια θέα, αλλά εδώ έχουμε ένα κόλλημα με τα… δευτερεύοντα. Ακούστε λοιπόν: Η αδέκαστη και τυφλή Δικαιοσύνη απεφάνθη – όπως αποκάλυψε η Εφημερίδα των Συντακτών – για δυο εργατικά… ατυχήματα στη Θεσσαλονίκη. Κατ’ αρχάς ότι τα… ατυχήματα ήταν, τελικά, εγκλήματα, προκύπτει από το γεγονός της καταδίκης του εναγόμενου, που εν προκειμένω ήταν ο Δήμος Θεσσαλονίκης. Ελα μου, όμως, που ακόμα κι όταν η Δικαιοσύνη αναγνωρίζει πως τα “εργατικά ατυχήματα” είναι εργοδοτικά εγκλήματα, ακόμα και τότε, ξέρει να κλείνει το (τυφλό) ματάκι της στην εργοδοσία. Ως εκ τούτου στην πρώτη περίπτωση η αδέκαστη αποφάσισε πως ο σκοτωμένος το 2014 εργατης είχε κι αυτός ευθύνη που σκοτώθηκε και τουτο – παρότι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται στις εντολές του εργοδότη – διότι “δεν είχε προβάλει αντιρρήσεις για ενέργειες από τις οποίες κινδύνευε”!!! Στην δεύτερη, τώρα, περίπτωση, το Δικαστήριο προσδιόρισε και με ποσοστό, μάλιστα, την… ατομική ευθύνη του σκοτωμένου το 2017 εργαζόμενου, ο οποίος έχασε την ζωή του γιατί – κατά το Δικαστήριο – κατά 60% έφταιγε ο ίδιος… Μάλλον το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αταξικής τυφλότητάς του δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με τα ψέματα που είχαν ακουστεί στη Βουλή όταν το ΚΚΕ έφερε το θέμα στο κοινοβούλιο ότι τάχα στον σκοτωμένο εργαζόμενο είχαν διατεθεί Μέσα Ατομικής Προστασίας, αλλά που τελικά προκύπτει ότι τέτοια δεν υπήρχαν… Εν ολίγοις: Αυτοί είναι οι νόμοι και οι δικαστές τους. Αυτό είναι το καπιταλιστικό κράτος τους. Κυνικά ταξικό κατά των εργατών. Ακόμα και όταν σκοτώνονται σε εργοδοτικά εγκλήματα. Ακόμα και τότε η αστική δικαιοσύνη αποφαίνεται ότι ο εργαζόμενος που έχασε τη ζωή του στη «μάχη» για το μεροκάματο έχει …ευθύνη. Ατομική ευθύνη. «Μαγική» λέξη στα χέρια των εξουσιαστών απέναντι στον εργαζόμενο λαό. Και το συμπέρασμα ασφαλές: Την καμήλα δεν θα τηνε φορτώνανε αν δεν γονάτιζε.
Του Λάζαρου Καλλιανιώτη