Γράφει ο Νίκος Φιλιππίδης
Μετά την καραντίνα η μεγάλη αγωνία για τον τουρισμό ήταν εάν θα καταφέρει να πετύχει το 50% των επιδόσεων του 2019. Από τα μέσα του καλοκαιριού και μετά η αγωνία είχε διαφοροποιηθεί. Αφορούσε εάν θα αντέξουν οι υποδομές στις τουριστικές περιοχές ή όχι.
Σε όλες τις δημοφιλείς περιοχές, οι υποδομές έφτασαν στα όριά τους. Σε κάποιες, ακόμα και στις «ναυαρχίδες» όπως η Μύκονος, τα ξεπέρασαν. Δίκτυα αποχέτευσης βούλωσαν. Νερό για κάθε χρήση εξαντλήθηκε. Η κατανάλωση ρεύματος έσπασε κάθε ρεκόρ. Δρόμοι προς παραλίες πλημμύρισαν από αυτοκίνητα. Τα πάρκινγκ στις τουριστικές αποδείχθηκαν εξαιρετικά μικρά για τον όγκο των επισκεπτών. Τα πλοία της ακτοπλοΐας και τα λιμάνια ακατάλληλα να σηκώσουν το βάρος μιας – συγκριτικά με το 2019 – μέτριας χρονιάς. Κυρίως οι κρατικές υποδομές της χώρας έδειχναν αδύναμες να ακολουθήσουν τις τεράστιες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Τουρίστες Ελληνες και ξένοι έβγαιναν από τα καλοδιατηρημένα καταλύματα για μια βόλτα, ένα μπάνιο, ένα φαγητό και βρίσκονταν αντιμέτωποι με απίστευτη ταλαιπωρία.
Το «μυστήριο» ήταν πως όλα αυτά συνέβαιναν παρά το γεγονός ότι τα μεγέθη του τουρισμού φέτος υπολείπονταν αυτών του 2019. Κάνοντας κάποιος μια αναγωγή με τα προ COVID μεγέθη, εύλογα θα αναρωτιόταν τι θα είχε γίνει αν είχαμε πάει καλύτερα. Αν είχαμε μια κανονική χρονιά. Κάποιοι άλλοι θα έλεγαν ότι η αιτία για το φαινόμενο είναι η απότομη και μαζική εκτόνωση των Ελλήνων. Και πάλι όμως δεν το εξηγεί πλήρως.
Σε μια μελέτη του 2013 που είχε εκπονήσει η εταιρεία McKinsey για λογαριασμό του ΣΕΤΕ, προβλεπόταν σε βάθος 8ετίας αύξηση των αφίξεων στα 24 εκατ. τουρίστες και των εσόδων στα 19 δισ. ευρώ. Ο πρώτος στόχος επετεύχθη από το 2019, τον δεύτερο δεν καταφέραμε να τον φτάσουμε ποτέ, καθώς κάθε χρόνο οι τουρίστες αυξάνονταν, αλλά η κατά κεφαλή τουριστική δαπάνη μειωνόταν. Ερχονταν περισσότεροι που καθένας ξόδευε κάθε χρόνο και λιγότερα. Ο κίνδυνος της μαζικοποίησης του τουρισμού γινόταν πραγματικότητα. Οι εύποροι μας γύριζαν την πλάτη.
Στη μελέτη του 2013 ετίθετο μια σημαντική προϋπόθεση για την προσέλκυση των «μεγάλων πορτοφολιών»: η υλοποίηση επενδύσεων ύψους 3,3 δισ. ευρώ ετησίως, για δημιουργία νέων κρατικών (μαρίνες, δρόμοι κ.λπ.) και ιδιωτικών υποδομών (ξενοδοχεία κ.λπ.). Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών επενδύσεων (κυρίως σε νέες ξενοδοχειακές μονάδες) έγιναν πράξη. Αντίθετα, μόνο ένα μικρό μέρος των κρατικών επενδύσεων σε υποδομές υλοποιήθηκαν.
Αποτέλεσμα ήταν, στην πρώτη χρονιά που λόγω της συγκυρίας η τάση άλλαξε και εύποροι τουρίστες – σίγουρα υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου από το παρελθόν – επέλεξαν την Ελλάδα για διακοπές, το πρόβλημα να «σκάσει». Βλέπετε, οι εύποροι τουρίστες δεν πάνε ομαδικά σε ένα μέρος όπως αυτοί του μαζικού τουρισμού. Δεν θέλουν να «αράζουν» όλη μέρα στην πισίνα του ξενοδοχείου που έκλεισαν, αλλά επισκέπτονται πολλά και διαφορετικά μέρη. Τρώνε δε σε εστιατόρια, ακόμα και ακριβά, και αποφεύγουν το φτηνό all inclusive εντός των ξενοδοχείων.
Η σεζόν που σε λίγες εβδομάδες ολοκληρώνεται έδειξε ότι οι πελάτες του ελληνικού τουρισμού άλλαξαν, τουλάχιστον για φέτος. Ηρθαν αυτοί στους οποίους στοχεύουμε εδώ και μία δεκαετία και εμείς αποδειχθήκαμε ανέτοιμοι. Τώρα είναι η ώρα των αποφάσεων. Αν θέλουμε τους τουρίστες του 2021, τότε θα πρέπει να επενδύσουμε σε ευρείας κλίμακας ανανέωση των υποδομών. Σε αντίθετη περίπτωση, η ανάκαμψη θα μας βρει ξανά με τον «φτηνό» μαζικό τουρισμό.