Γράφει ο Νίκος Φιλιππίδης
Η απίστευτη ταλαιπωρία και σπατάλη πόρων, του τελευταίου τριημέρου στην πρωτεύουσα ανέδειξε μεταξύ των γνωστών τραγικών αδυναμιών του κεντρικού κράτους και των θεσμών της αυτοδιοίκησης και δύο ακόμα προβλήματα. Καταρχάς αποκαλύφθηκε ότι μια ιδιωτική επιχείρηση στην οποία το κράτος έχει εμπιστευτεί κρίσιμες υποδομές του προκειμένου να γίνεται καλύτερα η δουλειά, λειτουργεί με τους ρυθμούς και την οργάνωση των χειρότερων στιγμών του ελληνικού Δημοσίου που υποτίθεται ότι ήθελε να υποκαταστήσει. Το παράδειγμα της Αττικής Οδού ήταν στο μυαλό όλων σαν την απόλυτη επικράτηση του μοντέλου της αγοράς στους οδικούς άξονες σε αντίθεση με τους ταλαιπωρημένους, κακά συντηρημένους και μη λειτουργικούς δημόσιους δρόμους. Πως μια εταιρεία μπορεί να φτιάξει έναν δρόμο «σαλόνι», με «σερβιτόρους» να καλύπτουν κάθε σου ανάγκη. Ολο αυτό κατέρρευσε με μάρτυρες τους χιλιάδες εγκλωβισμένους.
Δεν απέτυχε το μοντέλο. Απέτυχε η ίδια η Αττική Οδός ως εταιρεία και η έλλειψη αυστηρής εποπτείας από πλευράς του κράτους, που της έχει παραχωρήσει ένα πολύτιμο περιουσιακό της στοιχείο. Οι καλοί δρόμοι που λειτουργούν από καλές εταιρείες θα κάνουν πάντα τη διαφορά. Θα βελτιώνουν τη ζωή των πολιτών. Φτάνει να ανανεώνονται και να βελτιώνουν συνεχώς τις διαδικασίες τους.
Αποδείχτηκε ωστόσο ότι η εταιρεία που έχει την ευθύνη του πιο σημαντικού δρόμου του Λεκανοπεδίου, δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση οργανωτικά με την περίοδο που της παραχωρήθηκε ο δρόμος. Αυτή η αλλαγή μπορούσε να προβλεφθεί, εάν υπήρχε στενή κρατική εποπτεία, όπως οφείλει να υπάρχει σε κάθε υποδομή που παραχωρείται.
Φταίνε για αυτή την εξέλιξη οι μετοχικές αλλαγές (στη μητρική της Αττικής Οδού); Φταίει κάτι άλλο; Το σίγουρο είναι ότι εκ του αποτελέσματος προκύπτει ένας διοικητικός αποπροσανατολισμός και μια συνακόλουθη απορρύθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας της. Αναντίστοιχα και τα δύο της υποχρέωσης καταβολής 2,80 ευρώ σε κάθε είσοδο ανεξάρτητα από την απόσταση που θα διανυθεί. Από ένα ακριβοπληρωμένο management περιμένεις να δρα στο πεδίο, αλλά κυρίως να προβλέπει. Απέτυχε και στα δύο.
Το ίδιο σοβαρά ήταν και τα προβλήματα με τους εγκλωβισμένους σε δύο δρομολόγια της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Στην περίπτωσή τους αρκούσε ένα ζεστό κατάλυμα, ένα πούλμαν που να τους μεταφέρει στον προορισμό τους. Τίποτα από τα δύο δεν προσφέρθηκε.
Η εταιρεία που έχει αποκρατικοποιηθεί από το 2017, την εξαγόρασε η ιταλική Ferrovie, δείχνει να εκσυγχρονίζεται με ρυθμούς «χελώνας». Καμία σχέση με τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η έλευση των ιταλικών σιδηροδρόμων. Ούτε «ασημένια βέλη» είδαμε, ούτε ταχύτητες, ούτε εξυπηρέτηση ανάλογη των ιταλικών τρένων. Ακόμα αναζητούνται οι επενδύσεις άνω των 500 εκατ. ευρώ που υπόσχονταν το 2018. Μόνο έκπληξη δεν προκαλεί ότι πιάστηκε απροετοίμαστη και αυτή σε μια μεγάλη κακοκαιρία.
Είναι καιρός, τώρα που ο ιδιωτικός τομέας δείχνει να πατάει ξανά στα πόδια του, να αρχίσουμε να βάζουμε κανόνες στην ελληνική επιχειρηματικότητα και την αγορά. Δεν ήταν μόνο το Δημόσιο που είχε σοβαρές παθογένειες. Ενα κομμάτι του ιδιωτικού τομέα λειτουργούσε και θέλει να συνεχίσει να λειτουργεί σαν να βρίσκεται στο Φαρ Ουέστ, χωρίς κανόνες, χωρίς εποπτεία, χωρίς ικανό μάνατζμεντ…