Ο πατριωτισμός της ανένδοτης, και ανέξοδης, μακεδονολαγνείας λέει πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι εθνικά ταπεινωτική και εκχωρεί μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα στους γείτονες της Βόρειας Μακεδονίας. Τίποτα από τα δύο τελευταία δεν ισχύει, αλλά στην Ελλάδα είμαστε εκπαιδευμένοι να χτίζουμε εθνικές συνειδήσεις πάνω σε αστικούς (και μη) μύθους.

Ο πατριωτισμός του πολιτικού τακτικισμού λέει, από την πλευρά του, ότι η συμφωνία είναι κατασκευαστικά προβληματική, θολή και γενικώς κουτσή και στρεβλή, εξ ου και οι εθνικιστικές της Βόρειας Μακεδονίας την αμφισβητούν στην πράξη. Στην πιο υπόγεια εκδοχή του, δε, λέει πως ακριβώς η αμφισβήτηση αυτή μπορεί να είναι και «ευκαιρία» να καταγγελθεί η συμφωνία με ευθύνη της άλλης πλευράς.

Καμία από τις εν λόγω δύο… σχολές πατριωτισμού δεν λέει όμως πως εάν δεν υπήρχε η Συμφωνία των Πρεσπών, ουδείς στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ θα ασχολούνταν με το εάν η κυρία Σιλιάνοφσκα και ο κύριος Μιτσκόσκι αποκάλεσαν τη χώρα τους «Μακεδονία» σκέτη και όχι Βόρεια Μακεδονία. Θα μπορούσαν να τη λένε όπως θέλουν, όποτε και όπου θέλουν. Όπως ακριβώς έκαναν επί δεκαετίες χωρίς κανένα κόστος.

Δεν λέει επίσης πως χωρίς τη Συμφωνία των Πρεσπών η Βόρεια Μακεδονία θα μπορούσε να είναι σήμερα και το απόλυτο ναρκοπέδιο των Δυτικών Βαλκανίων, έρμαιο ανάμεσα στα οράματα της «Μεγάλης Αλβανίας» και της αναθεωρητικής Τουρκίας.

Και, κυρίως, δεν λέει εκείνο που φρόντισαν να θυμίσουν τα τελευταία, ταραγμένα, 24ωρα ο Νίκος Κοτζιάς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος: ότι η συμφωνία αυτή είναι η απόδειξη του πως οι λαοί της περιοχής μπορούν να επιλύουν τα προβλήματά τους «εν ειρήνη». Κοινώς, οι Πρέσπες μπορεί να μην είναι η καλύτερη συμφωνία στα χρονικά του Διεθνούς Δικαίου, ίσως όμως είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει εδώ και δεκαετίες ο διπλωματικός και ιστορικός ρεαλισμός σε μια περιοχή βαθιά σημαδεμένη από εθνικές καταστροφές.